-
1 προ-ϊάπτω
προ-ϊάπτω, = προϊάλλω, entsenden; ψυχὰς Ἄϊδι προΐαψεν ἡρώων, Il. 1, 3, vgl. 11, 55; Ἀϊδωνῆϊ προϊάψειν, 5, 190 u. 6, 487; immer in derselben Vrbdg im aor. u. fut.; ähnlich Aesch. πόλιν Ἄϊδι προϊάψαι, Spt. 304; einzeln bei Sp., wie Nic. Ther. 722 im pass.
-
2 προϊάπτω
См. также в других словарях:
προϊάπτω — Α 1. στέλνω κάποιον πρόωρα στον κάτω κόσμο («πολλὰς δ ἰφθίμους ψυχὰς Ἄιδι προΐαψεν ἡρώων», Ομ. Ιλ.) 2. ασχολούμαι 3. εξέχω προς τα εμπρός, προεξέχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἰάπτω «κατευθύνω, στέλλω, εξακοντίζω»] … Dictionary of Greek