-
1 προ-φορά
-
2 προ-εις-φορά
προ-εις-φορά, ἡ, vorausbezahlte Kriegssteuer od. Vorschuß der Kriegssteuer, εἰςφορά, für Andere, Dem. 37, 37; vgl. Böckh Staatshaushalt I p. 321. II p. 63. 70.
-
3 προφορά
-
4 προφορα
ἥ1) произнесение(φωνῶν Sext.)
ὅ ἐν προνορᾷ λόγος Plut. — речь, выраженная словами2) упрек, порицание(ἄξιος ὀνείδους καὴ προφορᾶς Polyb.)
-
5 προειςφορά
προ-εις-φορά, ἡ, vorausbezahlte Kriegssteuer od. Vorschuß der Kriegssteuer -
6 καιρός
ο1) время;χάνω καιρό — терять время;
χάνω τον καιρό μου — напрасно терять время, напрасно стараться;
μη χάνετε καιρο — не теряйте времени, спешите;
2) удобный случай, подходящий момент, пора;εν καιρώ τω δέοντι — в подходящий момент;
βρίσκω (τον) καιρο — находить подходящий момент;
3) пора расцвета, созревания;είναι στον καιρό της η κοπέλλα — девушка в самом соку; — девушке пора замуж;
4) погода;ακατάστατος καιρός — неустойчивая погода;
κάνει καλό καιρο — стоит хорошая погода;
εξαρτάται απ' τον καιρό — зависит от погоды;
5) время, времена; эпоха, эра;καιροί — ой μενετοί — время не ждёт;
στον παληό καιρό — в старые времена;
§ θέλει καιρούς και ζαμάνια γιά να γίνει — для этого требуется длительное время;
περνώ τον καιρό μου — проводить время;
έχω καιρό να τον (1)δώ — я давно его не видел;
καιρός να τού δίνουμε — пора убираться; — пора смываться (прост.);
είναι καιρός πού μας άφησε χρόνια — он давно уже умер;
μιά φορά κι' έναν καιρό — когда-то, однажды (в сказках);
από τον καιρό τού Νώε — при царе Горохе;
με τον καιρό — со временем;
προ καιρου — давно;
πρίν (από) λίγο καιρό — или προ ολίγου καιρου — недавно, с недавних пор, с недавнего времени;
από καιρό σε καιρο — или από καιρού εις καιρόν — время от времени;
κατά καιρους — временами; — в разное время, периодически;
εν καιρώ — в нужное время, в нужный момент;
γνά πολύν καιρό — надолго;
τον καιρός πού... — в то время как...;
τον κακό σου τον καιρό! — или κακό καιρό να 'χεις! — чтоб тебе пусто было!, чтоб тебе добра не видать! (проклятие);
καιρός ήτανε — давно бы так;
ο καιρός επείγει ( — или βιάζει) — время не ждёт;
κάθε πράμα στον καιρό του κι' αυγά κόκκινα το Πάσχα — или κάθε πράγμα στον καιρό του (κι' ο κολιός τον Αύγουστο) — или καιρός παντί πράγματι — погов, каждому овощу своё время, всему своё время;
ο καιρός είναι γιατρός — погов, время — лучший лекарь;
έχει ο καιρός γυρίσματα να πληρωθούν τα πείσματα — погов, придёт время, он пожалеет об этом; — он получит по заслугам
-
7 ημέρα
η1) день;ημέρα αναπαύσεως — день отдыха;
ημέραργίας (εργασίας) — выходной (рабочий) день;
ημέρα ακροάσεως — приёмный день;
ημέρα βροχής — дождливый день;
όλη την ημέρα — весь день;
μετά δυό ημέρες — через два дня;
2) сутки;§ κρίσιμος ημέρα — решающий день;
αυγά της ημέρας — диетические яйца;
ψάρι της ημέρας — свежая рыба;
άνθρωπος της ημέρας — а) герой дня; — б) человек всесильный, всемогущий на сегодняшний день;
πλήρης ημέρων — в преклонном возрасте, очень старый;
κάθε ημέραν — каждый день;
ο καθ' ημέραν — ежедневный, каждодневный;
καθ' εκάστην ημέραν — ежедневно, постоянно;
την ημέρα — днём;
μιά φορά την ημέρα — раз в день;
την αυτήν ημέραν — в тот же день;
ημέραν παρ ' ημέραν — через день;
επί των ημέρων μας — в наши дни, в наше время;
εδώ και τρείς ημέρες — три дня тому назад;
τίς τελευταίες ημέρες — на днях, недавно;
προ ολίγων ημέρων — несколько дней тому назад;
την άλλη ημέρα — на следующий день;
άμα τη ημέρα — с наступлением дня;
από ημέρας εις ημέραν — а) изо дня в день, ежедневно; — б) со дня на день, скоро;
με την ημέραν — подённо;
ημέρας και νυκτός — днём и ночью;
μιαν ωραία ν ημέρα — в один прекрасный день;
ημέρα μεσημέρι — среди бела дня, на глазах у публики;
ημέρα αποφράς — роковой, чёрный день;
την ημέρα... — в день, когда...;
είμαι της ημέρας — дежурить;
είναι η ημέρα μου — мой черёд;
είδε το φως της ημέρας — он появился на свет божий;
εσώθηκα ν οι ημέρες του — его дни сочтены
-
8 ὕσπληξ
ὕσπληξ, ηγος, ἡ (Phryn.54, etc., but ὁ CIG2824.14 ([place name] Aphrodisias), Eust.598.23), IG12.313.116, 314.129, Inscr.Perg.10.3 (iii B. C.), Pl. Phdr. 254e, Eust. l. c., etc.: rarely [full] ὕσπληγξ, ηγγος, ἡ (ὁ Hero Aut. 24.4), D.P.121, Dionys.Av.3.18; [dialect] Dor. [full] ὕσπλαγξ Theoc.8.58; gen.Aὕσπλᾱκος IG42(1).98.2
(Epid., iii B. C.): dat. pl.ὕσπληξιν Plu.2.588f
, [dialect] Ep.ὑσπλήγεσσι AP6.259
(Phil.): [dialect] Dor. [full] ὑσπλᾱγίς (q.v.):— snare or gin of a bird-catcher, Theoc. l.c.; wolf-trap, Hsch.; also the part of a springe or noose trap which slips down when touched, Dionys.Av.l.c., cf. 3.13; = ῥόπτρον, Hsch.; = πάσσαλος, κρίκος κεράτινος, Id., Sch.Pl.Phdr. 254e.2 a twisted strand, the untwisting of which releases motive power in an automaton (cf.στρέβλη 1.2
), Hero Aut.2.8 (also, a piece of wood made to rise or fall by this or similar means, ib.6, cf. 24.4);ψυχὴ ἀνθρώπου μυρίαις ὁρμαῖς οἷον ὕσπληξιν ἐντεταμένη Plu.2.588f
; [τὸ θερμὸν] ἀθροῖσαν ἑαυτὸ καὶ οἷον συνεσπειραμένον γεγονός,.. σφοδρᾷ τῇ φορᾷ χρώμενον καὶ οἷον ἀπὸ ὕσπληγος ἐξαλλόμενον Gal.7.623
; ὥσπερ ἀπὸ ὕ. ἀναπεσών throwing himself back as from a ὕ., i. e. violently, Pl.Phdr. 254e; ὥσπερ ἀπὸ ὕ. θέοντες, i.e. running at top speed, Luc.Cat.4.3 a contrivance (of uncertain nature, but prob. on the principle ofὕ. 1
or 2; = Lat. transenna, Gloss.) for starting a race, starting-machine ( κυρίως τὸ μηχάνημα τὸ ἀποκροῦον τὸν κανόνα τοῦ δρομέως Sch.D.P.121; cf. ), ὕσπληγος ἀγκῶνας τρεῖς παραστάδας ὑσπλήγων τέτταρας καὶ κίονας δύο, σύριγγας τῶν ὑ. δύο, in a list of wooden objects, Inscr.Délos 1400.9 (ii B. C.), cf. 1409 Ba ii43 (ii B. C.); ὕσπληγα λαμπαδίειον (for the torch-race) IG11(2).203B96 (Delos, iii B. C.); ἀφέσεις τὰς ἀπὸ τῶν ὑσπλήγων τοῦ Παναθηναϊκοῦ σταδίου ib.22.1035.50 (i B. C.);ἔπεσεν ἡ ὕ. Luc.Tim.20
;τῆς ὕ. εὐθὺς καταπεσούσης Id.Cal.12
; (v.l. ὑφ' ὕσπληγος);διήκει πρὸ αὐτῶν καλῴδιον ἀντὶ ὕσπληγος Paus.6.20.11
; χαλῶσιν αἱ ὕ. ib.13; ἀθρόα δ' ὕσπληξ πάντα (sc. τὰ ἅρματα) διὰ στρεπτοῦ τείνα [τ' ἔ]χουσα κάλω· [ἦ] μέγ' ἐπαχήσασα θοὰς ἐξήλασε πώλους Inscr.Perg. l.c.; ψόφος ἦν ὕσπληγος ἐν οὔασιν, i.e. the race had just started, AP11.86, cf. Plu.2.804e;ἔσχαστο ἡ ὕ. Hld.4.3
;ψαλιδωτὰς ἱππαφέσεις διὰ μιᾶς ὕ. ἅμα πάσας ἀνοιγομένας D.H.3.68
: metaph., κἀπὸ γῆς ἐσχάζοσαν ὕσπληγας were loosing the starting-machine from land, i. e. were starting out from land, Lyc.22.4 = καμπτήρ 11, metaph., D.P.121, cf. Eust. ad loc.; ὕσπληγας ὑποφήνας τῶν κατὰ φιλοσοφίαν λόγων setting limits to.., dub. in metrod.Herc.831.11.6 = μύωψ 11.2 or μάστιξ, Herm. in Phdr.p.170A., Hsch., Suid.; = ὑστριχίς 1, Eust.ad D.P.121 (deriving it from ὗς and πλήσσω).
См. также в других словарях:
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek