-
1 προ-τεύχω
προ-τεύχω (s. τεύχω), vorher verfertigen; Hom. perf. pass., ἀλλὰ τὰ μὲν προτετύχϑαι ἐάσομεν, Il. 16, 60. 18, 112. 19, 65.
-
2 προτεύχω
προ-τεύχω, pass. perf. inf. προτετύχθαι: perf. pass., be past and done, let ‘by-gones by by-gones.’ (Il.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > προτεύχω
-
3 προτεύχω
-
4 προτευχω
раньше делатьτὰ μὲν προτετύχθαι ἐάσομεν Hom. — то, что произошло, оставим, т.е. предадим забвению
См. также в других словарях:
προτεύχω — ΜΑ 1. κάνω κάτι εκ τών προτέρων 2. παθ. προτεύχομαι (ποιητ. τ.) έρχομαι στο φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τεύχω «κατασκευάζω»] … Dictionary of Greek
αρτιτευχής — ἀρτιτευχής, ές (Μ) ο μόλις προ ολίγου κατασκευασμένος, ο καινούργιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + τευχής < τεύχος < τεύχω (πρβλ. νεοτευχής)] … Dictionary of Greek
τυγχάνω — ΝΜΑ, και τυχαίνω Ν 1. αξιώνομαι να αποκτήσω κάτι, απολαμβάνω κάτι, πετυχαίνω κάτι (α. «έτυχε μεγάλου σεβασμού» β. «έτυχε μεγάλων τιμών» γ. «οἴκτου τυχεῑν», Αισχύλ. δ. «ἐπιμελείας τυχεῑν», ΚΔ) 2. συναντώ κάποιον τυχαία (α. «τόν έτυχα προχθές στον… … Dictionary of Greek