-
1 προτευχω
раньше делатьτὰ μὲν προτετύχθαι ἐάσομεν Hom. — то, что произошло, оставим, т.е. предадим забвению
-
2 προτεύχω
A to have happened beforehand, to be past,τὰ μὲν π. ἐάσομεν Il.16.60
, 18.112.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προτεύχω
-
3 προτεύχω
προ-τεύχω, pass. perf. inf. προτετύχθαι: perf. pass., be past and done, let ‘by-gones by by-gones.’ (Il.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > προτεύχω
-
4 προτεύχω
-
5 προτετύχθαι
προτεύχωto have happened beforehand: perf inf mp -
6 προτετυχθαι
-
7 προέτευξαν
προέτευξαν, προτεύχωto have happened beforehand: aor ind act 3rd pl
См. также в других словарях:
προτεύχω — ΜΑ 1. κάνω κάτι εκ τών προτέρων 2. παθ. προτεύχομαι (ποιητ. τ.) έρχομαι στο φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τεύχω «κατασκευάζω»] … Dictionary of Greek
προτετύχθαι — προτεύχω to have happened beforehand perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προέτευξαν — προτεύχω to have happened beforehand aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)