-
1 προσυναπαντησις
- εως ἥ рит. просинапантеза (перестановка эпитетов, напр.: οἰμωγέ καὴ εὐχωλέ ἀνδρῶν ὀλλύντων τε καὴ ὀλλυμένων Hom., где οἰμωγή логически относится к ὀλλυμένων, а εὐχωλή - к ὀλλύντων)
См. также в других словарях:
προσυναπάντησις — ήσεως, ἡ, Α ρητορικό σχήμα κατά το οποίο, ενώ προηγούνται δύο ονόματα, τα επίθετά τους, που ακολουθούν, εναλλάσσουν θέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + συναπάντησις (< συναπαντῶ «προϋπαντώ, συναντώ τυχαία»)] … Dictionary of Greek