Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

προσυναπάντησις

См. также в других словарях:

  • προσυναπάντησις — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσυναπάντησις — ήσεως, ἡ, Α ρητορικό σχήμα κατά το οποίο, ενώ προηγούνται δύο ονόματα, τα επίθετά τους, που ακολουθούν, εναλλάσσουν θέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + συναπάντησις (< συναπαντῶ «προϋπαντώ, συναντώ τυχαία»)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»