Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

προ-μεταβάλλω

См. также в других словарях:

  • προμεταβαλλόμενον — πρό μεταβάλλω throw into a different position pres part mp masc acc sg πρό μεταβάλλω throw into a different position pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμεταβεβλημένον — πρό μεταβάλλω throw into a different position perf part mp masc acc sg (epic) πρό μεταβάλλω throw into a different position perf part mp neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμεταβάλλειν — πρό μεταβάλλω throw into a different position pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμεταβέβληται — πρό μεταβάλλω throw into a different position perf ind mp 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταθέτω — (ΑM μετατίθημι, Μ και μεταθέτω) μεταφέρω κάτι σε άλλο μέρος, αλλάζω θέση, μετατοπίζω νεοελλ. φρ. «μεταθέτω τις ευθύνες» επιρρίπτω τις ευθύνες μου σε άλλο πρόσωπο νεοελλ. μσν. μετακινώ κάποιον από μια υπηρεσιακή θέση σε άλλη («τόν μετέθεσαν στην… …   Dictionary of Greek

  • προχυλώ — όω, Α μεταβάλλω προηγουμένως σε χυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χυλῶ «μεταβάλλω σε χυλό»] …   Dictionary of Greek

  • κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… …   Dictionary of Greek

  • πρύμνη — και πρύμνα, η, ΝΜΑ, και πρύμη Ν 1. το πίσω μέρος τού πλοίου όπου βρίσκεται το πηδάλιο (α. «τρέμει στην πρύμνη η κόρη καθισμένη», Σολωμ. β. «ἐκ πρύμνης ῥίψαντες ἀγκύρας», ΚΔ) 2. (κατ επέκτ.) ολόκληρο το οπίσθιο τμήμα τού καταστρώματος 3. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • εξηπειρώ — ἐξηπειρῶ, όω (Α) [ηπειρώ] μεταβάλλω σε ξηρά («ἅπαντες γὰρ [ενν. οι ποταμοί] μιμοῡνται τὸν Νεῑλον ἐξηπειροῡντες τὸν πρὸ αὐτῶν πόρον», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

  • προϋπαλλάττω — Α υποθηκεύω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὑπαλλάττω «μεταβάλλω, ανταλλάσσω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»