-
1 προμεταβαλλω
См. также в других словарях:
προμεταβάλλω — Α [μεταβάλλω] 1. μεταβάλλω προηγουμένως 2. (αμτβ.) αλλάζω μορφή προηγουμένως … Dictionary of Greek
1 προμεταβαλλω
προμεταβάλλω — Α [μεταβάλλω] 1. μεταβάλλω προηγουμένως 2. (αμτβ.) αλλάζω μορφή προηγουμένως … Dictionary of Greek