-
1 προ-καθ-ίστημι
προ-καθ-ίστημι (s. ἵστημι), vorher niedersetzen, hinstellen, φύλακας πρὸ στρατοπέδου, Xen. Hier. 6, 9; med. u. intr. tempp. vorher niedergesetzt sein, dastehen φυλακῆς μὴ προκαϑεστηκυίας, da vorher dort keine Besatzung eingesetzt war, Thuc. 2, 2; Sp.; – προκατεστησάμεϑα, wir haben es früher behauptet, S. Emp. adv. log. 2, 379, vgl. adv. eth. 41.
-
2 προκαθίστημι
προ-καθ-ίστημι, vorher niedersetzen, hinstellen; intr., vorher niedergesetzt sein, dastehen; φυλακῆς μὴ προκαϑεστηκυίας, da vorher dort keine Besatzung eingesetzt war; προκατεστησάμεϑα, wir haben es früher behauptet
См. также в других словарях:
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek