Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

προκατεστησάμεϑα

См. также в других словарях:

  • προκατεστησάμεθα — προκαθίστημι appoint beforehand aor ind mid 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαθίστημι — Α [καθίστημι] 1. τοποθετώ, διορίζω εκ τών προτέρων («ἄρχειν αὐτὸν τῶν σωματοφυλάκων... προκαταστήσας», Δίων Κάσα) 2. (μέσ. με ενεργ. σημ.) προκαθίσταμαι α) παρασκευάζω, τακτοποιώ εκ τών προτέρων («οὕτω προκαταστησάμενον τὸν λόγον», Δίον. Αλ.) β)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»