-
1 προ-θῡμία
προ-θῡμία, ἡ, bei Hom. im plur., ᾗσι προϑυμίῃσι πεποιϑώς, Il. 2, 588, dem guten Muth, der Freudigkeit vertrauend, – Geneigtheit, Bereitwilligkeit, προϑυμίας γὰρ οὐδὲν ἐλλείπεις, Aesch. Prom. 341; Soph. Ai. 580 O. R. 48; oft bei Eur., der auch προϑυμίᾳ ποδός vrbdt, Phoen. 1439, vgl. Ion 1109; in Prosa: Her. 1, 124; κατὰ τὴν τούτου προϑ υμίαν τέϑνηκας, 7, 6; c. inf., 1, 204. 5, 49; ἐκ προϑυμίης τινός, auf Jemandes Wunsch, Her. 6, 65; προϑυμίας οὐδὲν ἀπολείψω, Plat. Conv. 210 a; πάσῃ προϑυμίᾳ ποιεῖν, Rep. III, 412 e; πᾶσαν προϑυμίαν ἔχειν, c. inf., sehr geneigt sein, wollen, Prot. 327 b; προϑυμίαν παρέχεσϑαι εἴς τινα, περί τινα, Xen. Hell. 6, 5, 43 An. 7, 7, 45; ὑπέρ τινος, Dem. 1, 8 u. Folgde. – [Bei Hom. ist ι lang gebraucht des Verses wegen.]
-
2 προθῡμία
προ-θῡμία, ἡ, plur., ᾗσι προϑυμίῃσι πεποιϑώς, dem guten Mut, der Freudigkeit vertrauend, Geneigtheit, Bereitwilligkeit; ἐκ προϑυμίης τινός, auf jemandes Wunsch; πᾶσαν προϑυμίαν ἔχειν, c. inf., sehr geneigt sein, wollen -
3 προθυμια
ион. προθῡμίη ἥ1) желание, стремлениеἐκ τῆς προθυμίης и κατὰ τέν προθυμίην τινός Her. — по чьему-л. желанию;
τοῦ θεοῦ προθυμίᾳ πολεμεῖν Eur. — бороться против воли божества2) готовность, усердие, рвениеπάσῃ προθυμίᾳ Plat. и μετὰ πάσης προθυμίας NT. — со всей готовностью, ревностно;
ὑπὸ προθυμίας Plat. — от (чрезмерного) усердия;μηδὲν ἀπολείπειν προθυμίας Plat. — не щадить усилий;ᾗσι προθυμίῃσι (μῑ!) πεποιθώς Hom. — полный рвения;π. τοῦ ἐθέλειν κινδυνεύειν καὴ μάχεσθαι Plat. — готовность к опасному бою;ταῖς προθυμίαις καινοὴ γενόμενοι πρός τι Plut. — вновь возгоревшиеся страстью к чему-л.;σιτία μαλακὰς ἐνδιδόντα προθυμίας Plut. — не раздражающая пища3) (благо)склонность, расположение, преданность(ἐπί τινα и ἔν τινι Her., εἴς и περί τινα Xen.; τινός Eur.)
4) забота(ὑπὲρ σωτηρίας τινός Dem.)
5) порывистость, взбалмошность
См. также в других словарях:
προσθυμία — ἡ, Α ευπροσηγορία, προθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + θυμία (< θυμος < θυμός), πρβλ. προ θυμία] … Dictionary of Greek