-
1 προεξεταζω
-
2 ἐτάζω
Grammatical information: v.Other forms: Aor. ἐτάσαιCompounds: mostly ἐξ-ετάζω, aor. ἐξετάσαι, - άξαι (Theoc.) etc. `find out, inquire exactly' (Ion.-Att.); also with prefix, e. g. ἐπ-, συν-, προ-εξετάζω; Arc. παρ-hετάζω in παρ-hεταξάμενος, παρ-ετάξωνσι `have approved' (Tegea IVa; unless from παρ-ίημι `approve', πάρ-ετος).Derivatives: ἔτασις, ἐτασμός `proof, test' (LXX), ἐταστής = ἐξετ. (Lampsakos). - ἐξέτασις `enquiry, test' (Att.), - σία `id.' (Astypalaea, Rom. times; cf. Schwyzer 469), ἐξετασμός `id.' (D.); ἐξεταστής `inspector, controller' (Aeschin., Arist., inscr.; cf. Fraenkel Nom. ag. 1,227) with ἐξεταστήριον `inspection' (Samos IIa), ἐξεταστικός `ready for control, belonging to controll' (X., D.), Έξεταστέων PN (Bechtel Namenstud. 22).Etymology: Denomin. of ἐτός, only found in ἐτά ἀληθῆ, ἀγαθά H.; so prop. `verify, check the truth'. - Not certainly explained. Usually ἐτός is considered a verbal adjective of εἰμί `to be' (Schwyzer 502); ἐτός for *ἑτός (IE *s-e-tó-s), so like Germ., e. g. ONo. sannr (PGm. *sánÞa-), Skt. satyá- `true' (IE *s-ón-t-o-, resp. *s-n̥-t-i̯ó-) `existing, real'?; but this would be * h₁s-nt- or * h₁s-eto-, which would result in different forms; against it Luther "Wahrheit" und "Lüge" 51. De Lamberterie ( RPh 71 (1997)160, following Pinault, assumes a stem * set-u-; see on ἐτεός and ὅσιος.Page in Frisk: 1,578-579Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐτάζω
-
3 κρίνω
κρίνω, fut. κρινῶ, perf. κέκρικα, z. B. Plat. Legg. V, 734 c, pass. κέκριμαι, aor. pass. ἐκρίϑην, poetisch κρινϑείς, Il. 13, 129 Od. 8, 48 (vgl. cerno); – 1) scheiden, trennen, sondern, sichten; ἀνδρῶν λικμώντων, ὅτε τε ξανϑὴ Δημήτηρ κρίνει καρπόν τε καὶ ἄχνας Il. 5, 500; vgl. κρῖν' ἄνδρας κατὰ φῠλα 2, 363; auch = ordnen, βασιλῆες ϑῠνον κρίνοντες 2, 446. – Daher auswählen, die Besten aussondern; ἐς δ' ἐρέτας ἔκρινεν ἐείκοσιν Il. 1, 309; ὁπότε κρίνοιμι λόχονδε ἄνδρας ἀριστῆας Od. 14, 217; auch im med., κρίνασθαι ἀρίστους, sich die Besten auslesen, Il. 9, 521; so öfter κεκριμένος, κρινϑείς; κρίνασα δ' ἀστῶν τὰ βέλτατα Aesch. Eum. 465; τούτων σοι δίδωμι κρίναντι χρῆσϑαι Soph. O. C. 647; κρίνειν τινὰ ἐκ πάντων Her. 6, 129; κατ' ἀνδραγαϑίην ἐκρίνετο ib. 128; τούς τε ἀγαϑοὺς καὶ τοὺς κακούς Xen. Mem. 3, 1, 9; τὸ ἀλ, ϑές τε καὶ μή, das Wahre vom Falschen unterscheiden, Plat. Theaet. 150 b. – Daher 2) Streitigkeiten entscheiden, schlichten, den Ausschlag geben; νείκεα κρίνειν, Händel schlichten, Od. 12, 440; νεῖκος πολέμου κρίνειν 18, 264; σκολιὰς ϑέμιστας κρίνειν, krunime, ungerechte Richtersprüche fallen, Il. 16, 387, wie κρῖνε δ' εὐϑεῖαν δίκην Aesch. Eum. 411; ἔργον δ' ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ Spt. 396; öfter δίκην κρίνειν, einen Proceß aburtheilen, entscheiden; πῶς ἀγὼν κριϑήσεται Eum 647, wie κρίνειν ἀγῶνα Ar. Ran. 873; τοῠτο γὰρ τύχη κρινεῖ Soph. Ant. 328; auch in Peosa von Processen, τὸ δικαστήριον ὅπερ ἂν τ ὴν δίκην κρίνῃ Plat. Legg. IX, 877 b; auch τὴν κρίσιν αὐτοῖν τοῠ βίο υ κρῖναι ὀρϑῶς, Rep. II, 360 d. wie κρίσεις κρίνειν Dem. 24, 15l; – beurtheilen, τὰς ϑεάς, d. i. zwischen ihnen entscheiden, Eur. I. A. 72; προς ἀργύριον τὴν εὐδαιμονίαν, nach dem Gelde, Isocr. 4, 76; – urtheilen, κρίνεις σὺ μέγιστον ἀνϑρώπ οις ἀγαϑὸν εἰναν πλοῠτον Plat. Gorg. 452 c; ὃν ἂν κρίνω ἐῤῥωμενέστατον εἶναι, nach meinem Urtheil jedesmal den stärksten, Phaed. 100 a, wie τὴν πόλιν τῶν πόλεων ἀϑλιωτάτην ἔκρινας, den Staat für den unglücklichsten erklären, Rep. IX, 578 b, öfter; vgl. Soph. ἀνδρῶν σε πρῶτον κρίνοντες, O. R. 34; pass., Ἑλλήνων ἕνα κριϑέντ' ἄριστον Phil. 1329; – κρίνω σε νικᾶν, ich erkläre dich für den Sieger, Aesch. Ch. 890; so besonders in den Wettkämpfen, entscheiden, wer Sieger ist, κρίνειν ἐμέ, κρίνειν τοὺς χοροὺς ὀρϑῶς ἀεί Ar. Eccl. 1155 ff. – Daher auch vorziehen, κρί. νω δ' ἄφϑονον ὄλβον Aesch. Ag. 458, eigtl. ich entscheide mich für ein solches Glück; vgl. κρῖνε σέβας τὸ πρὸς ϑεῶν Suppl. 39; mit πρό, κρίνοντες τὸν Ἀπόλλω πρὸ Μαρσύου Plat. Rep. III, 399 e, wie Soph. Phil. 57; τὰ ὑφ' ὑμῶν κριϑέν-τα, das von euch Gebilligte, wofür ihr euch entscheidet, Isocr. 4, 46; κεκριμένος, probatus, Leon. Al. (IX, 42); vgl. Her. 3, 31. – Pass. u. med. – 1) von den streitenden Parteien (vgl. Luc. Anach. 19 ἀποδίδοται λόγος ἑκατέρῳ τῶν κρινομένων), mit einander rechten, streiten, einen Streit unter sich ausmachen; ὥς κε πανημέριοι στυγερῷ κρινώμεϑ' Ἄρηϊ Il. 2, 385; ὁπότε μνηστῆρσι καὶ ἡμῖν μένος κρίνηται Ἄρηος Od. 16, 269; Τιτήνεσσι κρίναντο, sie kämpften mit den Titanen, Hes. Th. 882; οὐ κρινοῦμαι τῶνδέ σοι τὰ πλείονα, ich werde nicht mit dir mehr rechten, Eur. Med. 596; τέως μὲν οὖν ἐκρινόμεϑ', εἶτα τῷ χρόνῳ συνέβημεν Ar. Nubb. 66; δίκῃ κρίνεσϑαι Thuc. 4, 122; περὶ τῆς ἀρετῆς Her. 3, 120. – 2) ὀνεί. ρους κρίνασϑαι, Träume auslegen, deuten, Il. 5, 150. – 3) bei den Attikern geradezu = zur Verantwortung ziehen, anklagen; κατηγορεῖ μὲν ἐμοῦ, κρίνει δὲ τουτονί Dem. 18, 15, u. öfter, wie bei den andern Rednern; so heißen die Richter περὶ προδοσίας κρίνοντες Lycurg. 137, aber der Ankläger ὁ τὸν προδόντα κρίνων, ib. 1, wie ὁ κρινόμενος der Angeklagte, 13. 20, oft; so Plut. αὐτὸν ἔκρινε κακώσεως ἐπαρχίας, repetundarum accusavit, Caes. 4; pass., ἀπ' εἰςαγγελίας κρίνεσϑαι Aesch. 3, 52; κρίνεσϑαι τὴν ἐπὶ ϑανάτῳ, auf Tod u. Leben angeklagt werden, Ath. XIII, 590 d; κρίνεσϑαι ϑανάτου Thuc. 3, 57, wie Pol. ϑανάτου δὲ κρίνει μόνος ὁ δῆμος, 6, 4, 7; auch ὅτ' ἐκρίνετο τὴν περὶ Ὠρωποῦ κρίσιν ϑανάτου, Dem. 21, 64, als ihm der Capitalproceß gemacht wurde; ὁ κρινόμενος, der Angeklagte. – Auch = Strafe zuerkennen, verurtheilen, bes. Sp. – Allgem. = untersuchen, fragen; neben ἐξετάζω, Soph. Ai. 586 Ant. 349. – Das adj. verb. s. unten.
См. также в других словарях:
προδιαλογίζομαι — Α εξετάζω κάτι προσεκτικά εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαλογίζομαι «σκέπτομαι, συλλογίζομαι, εξετάζω»] … Dictionary of Greek
προδιασκέπτομαι — Α μελετώ, εξετάζω κάτι προσεκτικά προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διασκέπτομαι «μελετώ, εξετάζω διεξοδικά»] … Dictionary of Greek
προεξευκρινώ — έω, Α εξετάζω προσεκτικά προηγουμένως κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξευκρινῶ «εξετάζω με προσοχή»] … Dictionary of Greek
προεπισκοπώ — έω, Α εξετάζω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐπισκοπῶ «εξετάζω»] … Dictionary of Greek
προκαθορώ — άω, Α 1. παρατηρώ, εξετάζω εκ τών προτέρων 2. κατασκοπεύω εκ τών προτέρων («νῆας ἀπέστειλε προκατοψομένας», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καθορῶ «παρατηρώ, εξετάζω»] … Dictionary of Greek
προκαταμανθάνω — Α μαθαίνω ή εξετάζω κάτι ακριβώς εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταμανθάνω «μαθαίνω καλά, παρατηρώ, εξετάζω»] … Dictionary of Greek
προκατασκέπτομαι — Α εξετάζω με προσοχή εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατασκέπτομαι «παρατηρώ από κοντά, εξετάζω»] … Dictionary of Greek
Ποσειδών — I Θεός της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Κρόνου και της Ρέας και αδελφός του Δία και του Άδη. Λέγεται, στα νεότερα χρόνια, και Ποσειδώνας. Σύμφωνα με έναν αρχαίο μύθο, κατά τη διανομή του κόσμου μεταξύ των γιων του Κρόνου, δόθηκε στον Π. η… … Dictionary of Greek
προακριβώ — όω, Α εξακριβώνω κάτι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀκριβῶ «ερευνώ, εξετάζω, διαπιστώνω»] … Dictionary of Greek
προαναθεωρώ — έω, Μ εξετάζω κάτι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναθεωρῶ «θεωρώ, παρατηρώ καλά».] … Dictionary of Greek
προαναλογίζω — Α διατυπώνω μελέτη εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναλογίζομαι «σκέφτομαι, υπολογίζω, εξετάζω»] … Dictionary of Greek