Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

προ-εξετάζω

См. также в других словарях:

  • προδιαλογίζομαι — Α εξετάζω κάτι προσεκτικά εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαλογίζομαι «σκέπτομαι, συλλογίζομαι, εξετάζω»] …   Dictionary of Greek

  • προδιασκέπτομαι — Α μελετώ, εξετάζω κάτι προσεκτικά προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διασκέπτομαι «μελετώ, εξετάζω διεξοδικά»] …   Dictionary of Greek

  • προεξευκρινώ — έω, Α εξετάζω προσεκτικά προηγουμένως κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξευκρινῶ «εξετάζω με προσοχή»] …   Dictionary of Greek

  • προεπισκοπώ — έω, Α εξετάζω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐπισκοπῶ «εξετάζω»] …   Dictionary of Greek

  • προκαθορώ — άω, Α 1. παρατηρώ, εξετάζω εκ τών προτέρων 2. κατασκοπεύω εκ τών προτέρων («νῆας ἀπέστειλε προκατοψομένας», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καθορῶ «παρατηρώ, εξετάζω»] …   Dictionary of Greek

  • προκαταμανθάνω — Α μαθαίνω ή εξετάζω κάτι ακριβώς εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταμανθάνω «μαθαίνω καλά, παρατηρώ, εξετάζω»] …   Dictionary of Greek

  • προκατασκέπτομαι — Α εξετάζω με προσοχή εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατασκέπτομαι «παρατηρώ από κοντά, εξετάζω»] …   Dictionary of Greek

  • Ποσειδών — I Θεός της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Κρόνου και της Ρέας και αδελφός του Δία και του Άδη. Λέγεται, στα νεότερα χρόνια, και Ποσειδώνας. Σύμφωνα με έναν αρχαίο μύθο, κατά τη διανομή του κόσμου μεταξύ των γιων του Κρόνου, δόθηκε στον Π. η… …   Dictionary of Greek

  • προακριβώ — όω, Α εξακριβώνω κάτι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀκριβῶ «ερευνώ, εξετάζω, διαπιστώνω»] …   Dictionary of Greek

  • προαναθεωρώ — έω, Μ εξετάζω κάτι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναθεωρῶ «θεωρώ, παρατηρώ καλά».] …   Dictionary of Greek

  • προαναλογίζω — Α διατυπώνω μελέτη εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναλογίζομαι «σκέφτομαι, υπολογίζω, εξετάζω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»