-
1 προ-εκ-κομίζω
προ-εκ-κομίζω, vorher heraustragen, -schaffen; Her. 2, 63; Plut. Timol. 37.
-
2 προ-κομίζω
προ-κομίζω, vor-, voran, vorausführen, hervorholen; ἐκ τοῠ κόλπου ῥόμβον, Luc. D. Merc. 4; τῆς πήρας τι, Long. 2, 18; – pass., weiter vorwärts geschafft werden, in entlegenere Gegenden gebracht werden, Her. 4, 121, u. einzeln bei Sp.; προκομιστέος, Clem. Al.
-
3 προεκκομίζω
προ-εκ-κομίζω, vorher heraustragen, -schaffen -
4 προκομίζω
προ-κομίζω, vor-, voran, vorausführen, hervorholen; pass., weiter vorwärts geschafft werden, in entlegenere Gegenden gebracht werden -
5 προκομιζω
1) доставать, вынимать(τι ἐκ τοῦ κόλπου Luc.)
2) переносить вперед или заранееταῦτα προεκομίζετο Her. — (все) это было отправлено дальше
См. также в других словарях:
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek