-
1 προ-συμ-βιβάζω
προ-συμ-βιβάζω, vorher zusammenbringen, Hierocles.
-
2 προ-εκ-βιβάζω
προ-εκ-βιβάζω, vorher herausgehen lassen, τινὰ εἰς πόλεμον, Pol. 20, 3, 2, wo man προεμβιβάζω hat ändern wollen.
-
3 προ-εμ-βιβάζω
προ-εμ-βιβάζω, vorher hineinbringen, τοὺς Λακεδαιμονίους εἰς τὴν πρὸς τὸ ἔϑνος ἀπέχϑειαν, Pol. 2, 45, 4.
-
4 προ-βιβάζω
προ-βιβάζω, weiter fortführen, -bringen, befördern; προβίβαζε, κούρα, πρόσω, Soph. O. C. 176, sc. αὐτόν, führe ihn weiter; ποῖ προβιβᾷς ἡμᾶς ποτε, Ar. Av. 1570, wohin wirst du uns doch noch bringen? προβιβάσαι εἰς ἀρετήν, Plat. Prot. 328 b; Xen. Mem. 1, 5, 1; Sp., τὴν πατρίδα, es größer, mächtiger machen, Pol. 9, 10, 4, u. öfter; auch intrans., Fortschritte machen, βραχύ τι προεβίβασε, 10, 44, 1; οὐδὲν ἐδύνατο προβιβάζειν τῶν ἔργων, 5, 100, 1; auch a. Sp.
-
5 προεκβιβάζω
-
6 προεμβιβάζω
-
7 προσυμβιβάζω
-
8 προβιβάζω
προ-βιβάζω, weiter fortführen, -bringen, befördern; ποῖ προβιβᾷς ἡμᾶς ποτε, wohin wirst du uns doch noch bringen?; τὴν πατρίδα, es größer, mächtiger machen; intrans., Fortschritte machen -
9 προβιβαζω
1) вести(πρόσω Soph.; τινὰ εἰς ἀρετήν Plat.)
2) выводить(τινὰ ἐκ τοῦ ὄχλου NT.)
3) побуждать(λόγῳ τινά Xen.; προβιβασθεὴς ὑπό τινος NT.)
4) удлинять, достраивать(τὸ ὑπερκείμενον τοῦ κρημνοῦ Diod.)
5) расширять, возвеличивать(τέν πατρίδα Polyb.)
6) продвигаться вперед, преуспевать(οὐδὲν ἐδύνατο π. τῶν ἔργων Polyb.)
7) ( о животных) покрывать(ἄλλην Arst.)
См. также в других словарях:
προβιβάζω — ΝΜΑ προάγω κάποιον σε ανώτερο βαθμό ή σε ανώτερη τάξη νεοελλ. (ιδίως για μαθητές) προάγω στην αμέσως ανώτερη τάξη («ο δάσκαλος τόν προβίβασε τελικά από την πρώτη στη δευτέρα») αρχ. 1. κάνω κάποιον να φτάσει κάπου, οδηγώ, φέρω προς τα εμπρός 2.… … Dictionary of Greek