-
1 προεμβιβαζω
раньше вводитьπ. τινὰ εἰς τέν πρός τινα ἀπέχθειαν Polyb. — заранее поселить в ком-л. вражду к кому-л.
-
2 προεμβιβάζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προεμβιβάζω
-
3 προεμβιβάζω
-
4 προεμβιβάζειν
προεμβιβάζωput in before: pres inf act (attic epic)προεμβιβάζειν, προεμβιβάζωput in before: pres inf act (attic epic) -
5 προεμβιβάσαιεν
προεμβιβάζωput in before: aor opt act 3rd plπροεμβιβάσαιεν, προεμβιβάζωput in before: aor opt act 3rd pl -
6 προ-εκ-βιβάζω
προ-εκ-βιβάζω, vorher herausgehen lassen, τινὰ εἰς πόλεμον, Pol. 20, 3, 2, wo man προεμβιβάζω hat ändern wollen.
-
7 προεκβιβαζω
См. также в других словарях:
προεμβιβάζω — Α εισάγω προηγουμένως κάποιον σε κάτι («... προεμβιβάσειαν εἰς ἀπέχθειαν» θα τούς έκαναν εκ τών προτέρων μισητούς, Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐμβιβάζω «βάζω κάποιον μέσα»] … Dictionary of Greek
προεμβιβάζειν — προεμβιβάζω put in before pres inf act (attic epic) προεμβιβάζειν , προεμβιβάζω put in before pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεμβιβάσαιεν — προεμβιβάζω put in before aor opt act 3rd pl προεμβιβάσαιεν , προεμβιβάζω put in before aor opt act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)