Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

προεμβιβάζω

См. также в других словарях:

  • προεμβιβάζω — Α εισάγω προηγουμένως κάποιον σε κάτι («... προεμβιβάσειαν εἰς ἀπέχθειαν» θα τούς έκαναν εκ τών προτέρων μισητούς, Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐμβιβάζω «βάζω κάποιον μέσα»] …   Dictionary of Greek

  • προεμβιβάζειν — προεμβιβάζω put in before pres inf act (attic epic) προεμβιβάζειν , προεμβιβάζω put in before pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεμβιβάσαιεν — προεμβιβάζω put in before aor opt act 3rd pl προεμβιβάσαιεν , προεμβιβάζω put in before aor opt act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»