Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

προ-γευστρίς

См. также в других словарях:

  • προγευστρίς — ίδος, ἡ, Α (ως θηλ. τού προγεύστης) 1. αυτή που δοκιμάζει κάτι από πριν με τη γεύση 2. φρ. «προγευστρὶς ὄσφρησις» η όσφρηση που δοκιμάζει τα εδέσματα προτού να τά δοκιμάσει η γεύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + γευστρίς (< γεύομαι + επίθημα τρίς)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»