-
1 προ-αύλιον
προ-αύλιον, τό, 1) (αὐλή) Platz vor dem Hofe, Sp. – 2) (αὐλός) Vorspiel auf der Flöte; Plat. Crat. 417 e, Arist. rhet. 3, 14. – Τὰ προαύλια, der Tag vor der Hochzeit, vgl. ἐπαύλια.
-
2 παρ-αύλιον
παρ-αύλιον, τό, Nebenhof, Vorhof, VLL., die πρό-χωρον erkl.
-
3 προαύλιον
προ-αύλιον, τό, (1) ( αὐλή) Platz vor dem Hofe; (2) ( αὐλός) Vorspiel auf der Flöte. Τὰ προαύλια, der Tag vor der Hochzeit -
4 προαυλιον
Iτό [αὐλός] вступительная ария на свирели Plat., Arst.IIτό [αὐλή] передний двор NT.
См. также в других словарях:
προαύλιο — το / προαύλιον, ΝΜΑ ο χώρος μπροστά από την αυλή («ἐξήλθεν ἔξω εἰς τὸ προαύλιον καὶ ἀλέκτωρ ἐφώνησε», ΚΔ) νεοελλ. η αυλή και ο χώρος μπροστά σε οικοδόμημα («το προαύλιο τού σχολείου») μσν. πληθ. τὰ προαύλια η μέρα πριν από τον γάμο, σε… … Dictionary of Greek
προαύλιον — τὸ, Α προανάκρουσμα με αυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + αὐλός (πρβλ. μον αύλιον)] … Dictionary of Greek