-
1 προ-αρπάζω
προ-αρπάζω (s. ἁρπάζω), vorwegnehmen, -reißen; ἀλλήλων τὰ λεγόμενα, Plat. Gorg. 454 c; oft bei Sp., wie Luc. Tim. 54 Tox. 6 u. sonst.
-
2 προ-ϋφ-αρπάζω
προ-ϋφ-αρπάζω (s. ἁρπάζω), vorher heimlich wegraffen, Sp.
-
3 προ-καθ-αρπάζω
προ-καθ-αρπάζω (ἁρπάζω), vorher mit Gewalt weg-, ein- od. fortreißen, Schol. Il.
-
4 προ-δι-αρπάζω
προ-δι-αρπάζω (s. ἁρπάζω), vorher durchplündern, Sp., wie D. Cass. 37, 14.
-
5 προ-εξ-αρπάζω
προ-εξ-αρπάζω, zuvor herausrauben, Sp.
-
6 προ-αν-αρπάζω
προ-αν-αρπάζω, vorher rauben, wegnehmen; Dem. 21, 125; Plut. Pomp. 76.
-
7 προαρπάζω
προ-αρπάζω, vorwegnehmen, -reißen -
8 προαρπαζω
1) раньше похищать, уносить(τὰ ὄψα ὥσπερ ἰκτῖνος Luc.)
2) предвосхищать(τὰ λεγόμενα ἀλλήλων Plat.)
-
9 προκαθαρπάζω,
προ-καθ-αρπάζω, u. προ-κάθαρσις, ἡ, vorher mit Gewalt weg-, ein- od. fortreißen -
10 προκάθαρσις
προ-καθ-αρπάζω, u. προ-κάθαρσις, ἡ, vorher mit Gewalt weg-, ein- od. fortreißen -
11 προαναρπάζω
προ-αν-αρπάζω, vorher rauben, wegnehmen -
12 προδιαρπάζω
-
13 προεξαρπάζω
-
14 προϋφαρπάζω
См. также в других словарях:
προαναρπάζω — ΜΑ αρπάζω ή συλλαμβάνω κάτι προηγουμένως («παῑδας προαναρπασθῆναι», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναρπάζω «αρπάζω, απάγω»] … Dictionary of Greek
προδιαρπάζω — Α διαρπάζω, λεηλατώ εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαρπάζω «αρπάζω διά της βίας, λαφυραγωγώ, λεηλατώ»] … Dictionary of Greek