Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

προ-αρπάζω

См. также в других словарях:

  • προαναρπάζω — ΜΑ αρπάζω ή συλλαμβάνω κάτι προηγουμένως («παῑδας προαναρπασθῆναι», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναρπάζω «αρπάζω, απάγω»] …   Dictionary of Greek

  • προδιαρπάζω — Α διαρπάζω, λεηλατώ εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαρπάζω «αρπάζω διά της βίας, λαφυραγωγώ, λεηλατώ»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»