-
1 προ-άστιος
προ-άστιος, seltenere Form für προάστειος; auch das fem. προαστία wird aus Soph. frg. 647 citirt.
См. также в других словарях:
προάστιος — ία, ον και προάστειος, ον, Α αυτός που βρίσκεται πριν από την πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἄστιος (< ἄστυ «πόλη»)] … Dictionary of Greek