-
1 προάστειος
-
2 προ-άστιος
προ-άστιος, seltenere Form für προάστειος; auch das fem. προαστία wird aus Soph. frg. 647 citirt.
См. также в других словарях:
προάστειος — ον, Α βλ. προάστιος … Dictionary of Greek
προαστείους — προάστειος suburban masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προάστειοι — προάστειος suburban masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προάστειον — neut nom/voc/acc sg προάστειος suburban masc/fem acc sg προάστειος suburban neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προάστιος — ία, ον και προάστειος, ον, Α αυτός που βρίσκεται πριν από την πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἄστιος (< ἄστυ «πόλη»)] … Dictionary of Greek
προαστείοις — προάστειον neut dat pl προάστειος suburban masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαστείοισι — προάστειον neut dat pl (epic ionic aeolic) προάστειος suburban masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαστείου — προάστειον neut gen sg προάστειος suburban masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαστείωι — προαστείῳ , προάστειον neut dat sg προαστείῳ , προάστειος suburban masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαστείων — προάστειον neut gen pl προάστειος suburban masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαστείῳ — προάστειον neut dat sg προάστειος suburban masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)