-
1 προῳδικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προῳδικός
-
2 προωιδικά
προῳδικόςof: neut nom /voc /acc plπροωιδικά̱, προῳδικόςof: fem nom /voc /acc dualπροωιδικά̱, προῳδικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
3 προωδικά
προῳδικόςof: neut nom /voc /acc plπροῳδικά̱, προῳδικόςof: fem nom /voc /acc dualπροῳδικά̱, προῳδικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
4 προῳδικά
προῳδικόςof: neut nom /voc /acc plπροῳδικά̱, προῳδικόςof: fem nom /voc /acc dualπροῳδικά̱, προῳδικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 προωδικόν
-
6 προῳδικόν
-
7 προωδικής
-
8 προῳδικῆς
-
9 προωδική
-
10 προῳδική
См. также в других словарях:
προωδικός — ή, όν, Α [προῳδός] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην προῳδό, στο προανάκρουσμα … Dictionary of Greek
προωιδικά — προῳδικός of neut nom/voc/acc pl προωιδικά̱ , προῳδικός of fem nom/voc/acc dual προωιδικά̱ , προῳδικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προῳδικά — προῳδικός of neut nom/voc/acc pl προῳδικά̱ , προῳδικός of fem nom/voc/acc dual προῳδικά̱ , προῳδικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προῳδικόν — προῳδικός of masc acc sg προῳδικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προῳδικῆς — προῳδικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προῳδική — προῳδικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)