-
1 προῳδικός
προ-ῳδικός, ή, όν, zum Vorgesange gehörig
См. также в других словарях:
προωδικός — ή, όν, Α [προῳδός] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην προῳδό, στο προανάκρουσμα … Dictionary of Greek
προωιδικά — προῳδικός of neut nom/voc/acc pl προωιδικά̱ , προῳδικός of fem nom/voc/acc dual προωιδικά̱ , προῳδικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προῳδικά — προῳδικός of neut nom/voc/acc pl προῳδικά̱ , προῳδικός of fem nom/voc/acc dual προῳδικά̱ , προῳδικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προῳδικόν — προῳδικός of masc acc sg προῳδικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προῳδικῆς — προῳδικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προῳδική — προῳδικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)