Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

προΐκ-της

См. также в других словарях:

  • προίκα — η / προίξ, ικός, ΝΜΑ, ιων. τ. πρόϊξ Α η κινητή ή ακίνητη περιουσία που δινόταν κατά τον γάμο από την οικογένεια τής νύφης στον γαμπρό, θεσμός που σήμερα έχει καταργηθεί από τον νόμο αρχ. 1. δώρο, χάρισμα 2. (η αιτ. ως επίρρ.) προῑκα α) δωρεάν, ως …   Dictionary of Greek

  • προικιό — και προυκιό, το, Ν 1. καθετί που περιλαμβάνεται στην προίκα 2. μτφ. φυσικό προσόν («κοιλάρφανο χλομό παιδί, που χε προικιό τής μοίρας μόνον καρδιά μεγάλη», Γρυπ.) 3. στον πληθ. τα προικιά ή προυκιά όλα τα είδη που αποτελούν την προίκα, ιδίως τα… …   Dictionary of Greek

  • θαλασσίδιος — θαλασσίδιος, ία, ον (AM) το ουδ. ως ουσ. εκκλ. το θαλασσίδιον κάλυμμα τής Αγίας Τραπέζης βαμμένο με χρώματα πορφύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + κατάλ. ίδιος (πρβλ. μοιρ ίδιος, προικ ίδιος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»