-
1 προαμαρτάνω
A fail or sin before, 2 Ep.Cor.12.21, 13.2: [tense] pf. part. [voice] Pass.,τὰ προημαρτημένα OGI751.10
(Amblada, ii B.C.), J.BJ1.24.4, Hdn.3.14.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προαμαρτάνω
-
2 προαμαρτάνω
προαμαρτάνω 2 aor. 1 pl. προημάρτομεν (Just., A I, 61, 10); pf. ptc. προημαρτηκώς (OGI 751, 10 [II B.C.] w. μετανοεῖν; Herodian 3, 14, 4; Jos., Bell. 1, 481; Just., s. above) sin beforehand πολλοὺς τῶν προημαρτηκότων (prob. for πολλοὺς τοὺς προημαρτηκότας, Ltzm. ad loc.) many who sinned before 2 Cor 12:21; cp. 13:2.—M-M. -
3 προημαρτημένα
προημαρτημένα, προαμαρτάνωfail: perf part mp neut nom /voc /acc plπροημαρτημένᾱ, προαμαρτάνωfail: perf part mp fem nom /voc /acc dualπροημαρτημένᾱ, προαμαρτάνωfail: perf part mp fem nom /voc sg (doric aeolic) -
4 προαμαρτησάντων
προαμαρτησάντων, προαμαρτάνωfail: aor part act masc /neut gen plπροαμαρτησάντων, προαμαρτάνωfail: aor imperat act 3rd pl -
5 προαμάρτη
προαμάρτῃ, προαμαρτάνωfail: aor subj mp 2nd sgπροαμάρτῃ, προαμαρτάνωfail: aor subj act 3rd sg -
6 προαμάρτῃ
προαμάρτῃ, προαμαρτάνωfail: aor subj mp 2nd sgπροαμάρτῃ, προαμαρτάνωfail: aor subj act 3rd sg -
7 προημαρτηκότα
προημαρτηκότα, προαμαρτάνωfail: perf part act neut nom /voc /acc plπροημαρτηκότα, προαμαρτάνωfail: perf part act masc acc sg -
8 προημαρτημένον
προημαρτημένον, προαμαρτάνωfail: perf part mp masc acc sgπροημαρτημένον, προαμαρτάνωfail: perf part mp neut nom /voc /acc sg -
9 προημαρτημένων
προημαρτημένων, προαμαρτάνωfail: perf part mp fem gen plπροημαρτημένων, προαμαρτάνωfail: perf part mp masc /neut gen pl -
10 προημάρτηκεν
προημάρτηκεν, προαμαρτάνωfail: plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic)προημάρτηκεν, προαμαρτάνωfail: perf ind act 3rd sg -
11 προαμαρτήσαντας
προαμαρτήσαντας, προαμαρτάνωfail: aor part act masc acc pl -
12 προαμαρτήσας
προαμαρτήσᾱς, προαμαρτάνωfail: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
13 προαμαρτήσασαν
προαμαρτήσᾱσαν, προαμαρτάνωfail: aor part act fem acc sg (attic epic ionic) -
14 προημαρτηκέναι
προημαρτηκέναι, προαμαρτάνωfail: perf inf act -
15 προημαρτηκός
προημαρτηκός, προαμαρτάνωfail: perf part act neut nom /voc /acc sg -
16 προημαρτηκόσι
προημαρτηκόσι, προαμαρτάνωfail: perf part act masc /neut dat pl -
17 προημαρτηκόσιν
προημαρτηκόσιν, προαμαρτάνωfail: perf part act masc /neut dat pl -
18 προημαρτηκότας
προημαρτηκότας, προαμαρτάνωfail: perf part act masc acc pl -
19 προημαρτηκότες
προημαρτηκότες, προαμαρτάνωfail: perf part act masc nom /voc pl -
20 προημαρτηκότι
προημαρτηκότι, προαμαρτάνωfail: perf part act masc /neut dat sg
- 1
- 2
См. также в других словарях:
προαμαρτάνω — ΜΑ σφάλλω ή αμαρτάνω πριν από κάποια πράξη ή στο παρελθόν … Dictionary of Greek
προημαρτημένα — προαμαρτάνω fail perf part mp neut nom/voc/acc pl προημαρτημένᾱ , προαμαρτάνω fail perf part mp fem nom/voc/acc dual προημαρτημένᾱ , προαμαρτάνω fail perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαμαρτησάντων — προαμαρτάνω fail aor part act masc/neut gen pl προαμαρτησάντων , προαμαρτάνω fail aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαμάρτῃ — προαμαρτάνω fail aor subj mp 2nd sg προαμάρτῃ , προαμαρτάνω fail aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προημαρτηκότα — προαμαρτάνω fail perf part act neut nom/voc/acc pl προημαρτηκότα , προαμαρτάνω fail perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προημαρτημένον — προαμαρτάνω fail perf part mp masc acc sg προημαρτημένον , προαμαρτάνω fail perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προημαρτημένων — προαμαρτάνω fail perf part mp fem gen pl προημαρτημένων , προαμαρτάνω fail perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προημάρτηκεν — προαμαρτάνω fail plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) προημάρτηκεν , προαμαρτάνω fail perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek
προαμαρτήσαντας — προαμαρτάνω fail aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαμαρτήσας — προαμαρτήσᾱς , προαμαρτάνω fail aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)