Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

προὔχων

См. также в других словарях:

  • προύχων — οντος, ο, Ν βλ. προύχοντας …   Dictionary of Greek

  • προὔχων — προέχων , προέχω hold before pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προύχων — προέχων , προέχω hold before pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προύχοντας — και προύχων, οντος, ο, Ν 1. πρόκριτος, προεστός 2. στον πληθ. οι προύχοντες α) η τάξη των πλουσίων β) (στην τουρκοκρατία) οι κοτζαμπάσηδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προύχων, οντος έχει προέλθει, με συναίρεση τών οε , από τη μτχ. προέχων τού ρ. προέχω] …   Dictionary of Greek

  • άρχοντας — Το πρόσωπο που ασκούσε την εξουσία στην αρχαία Αθήνα και γενικότερα στην ελληνική αρχαιότητα. Οι ά. παρουσιάζονται στην Αθήνα μετά την κατάργηση της βασιλείας (1091 ή 1088 ή 1068 π.Χ.). Οι αριστοκράτες που ανέλαβαν την εξουσία ανέβασαν στην αρχή… …   Dictionary of Greek

  • προέχω — ΝΜΑ προὔχω Α 1. εξέχω προς τα εμπρός, προεξέχω («ἀκτὴ προέχουσα ἐς τὸν πόντον», Ηρόδ.) 2. μτφ. είμαι ανώτερος, υπερέχω («ἱστορέων δὲ εὕρισκε Λακεδαιμονίους καὶ Ἀθηναίους προέχοντας, τοὺς μὲν τοῡ Δωρικοῡ γένους, τοὺς δὲ τοῡ Ἰωνικοῡ», Ηρόδ.) 3. (το …   Dictionary of Greek

  • Ελευσίνα — Πόλη (25.863 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στην ακτή του Σαρωνικού κόλπου, σε απόσταση 24 χλμ. από την Αθήνα. Η πόλη καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της ομώνυμης πεδιάδας (το αρχαίο Θριάσιο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»