-
1 προύχων
-
2 προὔχων
-
3 προύχων
προέχων, προέχωhold before: pres part act masc nom sg -
4 ἀποτρέπω
A turn away from,εἰ δὲ σὺ.. τιν' ἄλλον.. ἀποτρέψεις πολέμοιο Il.12.249
, cf. 20.256;ὅθεν.. ἀπέτραπε λαὸν Ἀθήνη 11.758
; deter or dissuade from,τινός τινα Th.3.39
;τινὰ τῆς κακουργίας Id.6.38
;τῆς γνώμης And.3.21
, etc.: c. inf.,ἀ. προσωτέρω τὸ μὴ πορεύεσθαι Hdt.1.105
;ἀ. βοᾶν A.
Supp..900 (lyr.);δηλοῦν D.60.26
, cf. X.Mem.4.7.5,6: c. part.,ἀ. τινὰ ὑβρίζοντα A.Supp. 880
:—[voice] Pass.,ὁ παραβαίνειν τι βουλόμενος τῷ μὴ προὔχων ἂν ἐπελθεῖν -τρέπεται Th. 3.11
, cf. Plu.Fab.19.2 c. acc. pers. only, turn away or back,πάντας ἀπέτραπε καὶ μεμαῶτας Il.15.276
: c. dat. modi, , cf. 109; τοὺς ἀλαζόνας ἀ. deter them, Pl.Chrm. 173c; opp. παροξῦναι, D.21.37; opp. συμβουλεύω, Arist.Rh. 1391b33, etc.3 c. acc. rei, turn back again,ποτὶ χέρσον ἔντεα ναός Pi.N.4.69
.4 turn aside, avert,ἀπὸ δὲ.. ἔγχεος ὁρμὴν ἔτραπε Hes.Sc. 455
; pervert,δίκας κέλευθον ὀρθᾶς B.10.27
; τὸ σφάλμα ἀ. prevent, avert it, Hdt.1.207;τὸ μέλλον γενέσθαι Id.3.65
, cf. 8.29, al.; ἀ. βλάβην, συμφοράν, Pl.Grg. 509b, Phdr. 231d; ἀ. τὴν εἰρήνην prevent its being made, X.HG6.3.12.5 turn from others against one, ἐπὶ τῷδε.. οὐκ ἔγχος τις.. ἀποτρέψει; v. l. in S. Tr. 1013 (lyr.):—[voice] Pass.,ἀποτετράφθαι πρὸς τὴν ἄλλην Ἰταλίαν Plu.Fab.19
:—[voice] Med., ἀποτραπόμενος πρὸς θυσίαν, i.e. turning away from other objects to this one, Id.Rom.7;εἰς τὴν μεσογείαν -τραπόμενος Luc.Tox.52
.II [voice] Med. and (later) [voice] Pass., turn from, desist from, c. part.,ἀπετράπετ' ὄβριμος Ἕκτωρ ὀλλὺς Ἀργείους Il.10.200
: c. inf., , cf. Antipho 5.32, D.Prooem.23 (b);ἀ. ἐκ κινδύνων Th.2.40
;ἀ. τοῦ ἐρωτήματος X.Oec.15.13
.3 c. acc. rei, turn away from, shrink from,δεῖμα πολιτῶν A.Th. 1065
(anap.); (lyr.), cf. Th.3.68, and late Prose, Plu.Cleom.9, etc.6 beat off, repulse, Plu.Brut.42.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποτρέπω
-
5 προέχω
προ-έχω, προὔχω, προὔχουσιν, part. προὔχων, ipf. πρόεχε; mid. ipf. προὔχοντο: be ahead, Il. 23.325, 453; jut forward, Od. 12.11, Od. 13.544; mid., hold or have before oneself, Od. 3.8.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > προέχω
-
6 προὔχω
προ-έχω, προὔχω, προὔχουσιν, part. προὔχων, ipf. πρόεχε; mid. ipf. προὔχοντο: be ahead, Il. 23.325, 453; jut forward, Od. 12.11, Od. 13.544; mid., hold or have before oneself, Od. 3.8.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > προὔχω
См. также в других словарях:
προύχων — οντος, ο, Ν βλ. προύχοντας … Dictionary of Greek
προὔχων — προέχων , προέχω hold before pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προύχων — προέχων , προέχω hold before pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προύχοντας — και προύχων, οντος, ο, Ν 1. πρόκριτος, προεστός 2. στον πληθ. οι προύχοντες α) η τάξη των πλουσίων β) (στην τουρκοκρατία) οι κοτζαμπάσηδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προύχων, οντος έχει προέλθει, με συναίρεση τών οε , από τη μτχ. προέχων τού ρ. προέχω] … Dictionary of Greek
άρχοντας — Το πρόσωπο που ασκούσε την εξουσία στην αρχαία Αθήνα και γενικότερα στην ελληνική αρχαιότητα. Οι ά. παρουσιάζονται στην Αθήνα μετά την κατάργηση της βασιλείας (1091 ή 1088 ή 1068 π.Χ.). Οι αριστοκράτες που ανέλαβαν την εξουσία ανέβασαν στην αρχή… … Dictionary of Greek
προέχω — ΝΜΑ προὔχω Α 1. εξέχω προς τα εμπρός, προεξέχω («ἀκτὴ προέχουσα ἐς τὸν πόντον», Ηρόδ.) 2. μτφ. είμαι ανώτερος, υπερέχω («ἱστορέων δὲ εὕρισκε Λακεδαιμονίους καὶ Ἀθηναίους προέχοντας, τοὺς μὲν τοῡ Δωρικοῡ γένους, τοὺς δὲ τοῡ Ἰωνικοῡ», Ηρόδ.) 3. (το … Dictionary of Greek
Ελευσίνα — Πόλη (25.863 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στην ακτή του Σαρωνικού κόλπου, σε απόσταση 24 χλμ. από την Αθήνα. Η πόλη καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της ομώνυμης πεδιάδας (το αρχαίο Θριάσιο… … Dictionary of Greek