-
1 προφατας
-
2 προφητης
1) истолкователь, выразитель воли богов(π. Διός Pind.; Βάκχου π. Eur.)
τῶν Μουσῶν προφῆται Plat. — толкователи воли Муз, т.е. поэты2) толкователь, комментатор(τῶν Πύρρωνος λόγων Sext.)
ἐγὼ π. σοι λόγων γενήσομαι Eur. — я буду тебе обо всем рассказывать3) перен. вестник или певец(τέττιξ θέρεος π. Anacr.)
4) прорицатель(δόμων προφῆται Aesch.)
5) пророк NT.
См. также в других словарях:
προφάτας — ὁ, Α βλ. προφήτης … Dictionary of Greek
προφάτας — προφά̱τᾱς , προφήτης one who speaks for a god and interprets his will masc acc pl (doric) προφά̱τᾱς , προφήτης one who speaks for a god and interprets his will masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφήτης — Όρος που σημαίνει κυρίως αυτός που μιλά εξ ονόματος ενός θεού και ερμηνεύει τη θέλησή του στους ανθρώπους. Τη μεγαλύτερη σημασία απέκτησαν οι π. στην ιστορία του Ισραήλ: ήδη ο Αβραάμ ονομάζεται π. και για τον Μωυσή λέγεται ότι δεν εμφανίστηκε… … Dictionary of Greek