-
1 προφασιζομαι
выдвигать в качестве предлога или оправдания(τι Thuc., Dem. и ἔκ τινος Arst.)
πάσας προφάσεις π. Plat. — искать всяких предлогов;ἐπὴ σωτηρίᾳ προφασισθέν Thuc. — предлог к бегству;προφασίζει! Arph. — (пустые) отговорки с твоей стороны!;π. ἀρρωστεῖν Dem. — ссылаться (в оправдание) на свою болезнь;π. ἐπιβουλεῦσαί τινα Σάρδεσιν Plat. — выдвигать в качестве предлога, будто кто-л. злоумышляет против Сард -
2 προφασίζομαι
προφασίζομαιallege by way: pres ind mp 1st sg -
3 προφασίζομαι
выставлять, приводить в качестве предлога; ссылаться (на что-л.); отговариваться (чём-л.), придумывать оправдание;προφασίστηκε πώς είχε δουλιά — он утверждал, будто был занят;
προφασίζομαι άγνοιαν (ασθένειαν) — ссылаться на незнание (болезнь);
προφασίζομαι αδιαθεσία — отговариваться нездоровьем
-
4 προφασίζομαι
V 0-1-0-2-0=3 2 Kgs 5,7; Ps 140(141),4; Prv 22,13to allege a pretext, to make excuses [abs.] Prv 22,13; id. [τινα] 2 Kgs 5,7προφασίζεσθαι προφάσεις to employ pretexts Ps 140(141),4 -
5 προφασίζομαι
[профасизомэ] ρ выставлять в виде предпосылки, ссылаться, отговариваться. -
6 προφασίζομαι
Aπροὐφασιζόμην Th.1.90
: [dialect] Att. [tense] fut.προφασιοῦμαι Aeschin.3.24
, later - ίσομαι Sch.Ar.Ec. 1019: [tense] aor.προὐφασισάμην Th.5.54
, X.Cyr.2.2.30, etc.;προεφ- D.C.59.26
:— allege by way of excuse, plead in excuse, c. acc.,τὸν αὐλητήν Thgn.941
;τὸν μῆνα Th.5.54
;ἀεί τι D.48.20
: c. inf., allege as an excuse that..,ἀρρωστεῖν Id.19.124
; soπ. ὅτι οὐκ ἐπίστανται X.Oec.20.14
: c. acc. cogn., πάσας προφάσεις π. Pl.R. 474e, cf. Lys.8.16: abs., make excuses, Ar. Lys. 756, Th.1.90;οὐκ ἔφη χρῆναι π. οὐδὲ διαμέλλειν Id.6.25
;π. ὑπέρ τινος Isoc.4.13
: [tense] aor. in pass. sense, ὡς εὗρον ἅπαν.. προφασισθέν that all was used as a pretext, all was a mere pretence, Th.8.33, cf. D.C.Fr. 57.72.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προφασίζομαι
-
7 προφασίζομαι
προ-φασίζομαι, etwas zum Vorwand nehmen, sich womit entschuldigen -
8 φασίζομαι
(→προφασίζομαι,,) -
9 προφασίζεσθε
προφασίζομαιallege by way: pres imperat mp 2nd plπροφασίζομαιallege by way: pres ind mp 2nd plπροφασίζομαιallege by way: imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) -
10 προφασιζομένων
προφασίζομαιallege by way: pres part mp fem gen plπροφασίζομαιallege by way: pres part mp masc /neut gen pl -
11 προφασιζόμεθα
προφασίζομαιallege by way: pres ind mp 1st plπροφασίζομαιallege by way: imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) -
12 προφασιζόμενον
προφασίζομαιallege by way: pres part mp masc acc sgπροφασίζομαιallege by way: pres part mp neut nom /voc /acc sg -
13 προφασισάμενον
προφασίζομαιallege by way: aor part mp masc acc sgπροφασίζομαιallege by way: aor part mp neut nom /voc /acc sg -
14 προφασισόμεθα
προφασίζομαιallege by way: aor subj mp 1st pl (epic)προφασίζομαιallege by way: fut ind mp 1st pl -
15 προφασίζου
προφασίζομαιallege by way: pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric)προφασίζομαιallege by way: imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) -
16 προφασίσεται
προφασίζομαιallege by way: aor subj mp 3rd sg (epic)προφασίζομαιallege by way: fut ind mp 3rd sg -
17 προφασίσομαι
προφασίζομαιallege by way: aor subj mp 1st sg (epic)προφασίζομαιallege by way: fut ind mp 1st sg -
18 προπεφάσισται
προφασίζομαιallege by way: perf ind mp 3rd sg -
19 προφασιζομέναις
προφασίζομαιallege by way: pres part mp fem dat pl -
20 προφασιζομένη
προφασίζομαιallege by way: pres part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
προφασίζομαι — προφασίζομαι, προφασίστηκα βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προφασίζομαι — allege by way pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφασίζομαι — ΝΜΑ [πρόφασις] προβάλλω κάτι ως πρόφαση, ως πρόσχημα, προσχηματίζομαι (α. «προφασίστηκε αδιαθεσία και δεν ήλθε» β. «τὸν μῆνα προυφασίσαντο», Θουκ. γ. «ἀρρωστεῑν προφασίζεται», Δημοσθ.) αρχ. 1. αναφέρω ως κατηγορία εναντίον κάποιου, κατηγορώ… … Dictionary of Greek
προφασίζομαι — προφασίστηκα, προβάλλω κάτι ως πρόφαση, ως δικαιολογία: Προφασίστηκε αδιαθεσία και ζήτησε άδεια να φύγει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προφασίζεσθε — προφασίζομαι allege by way pres imperat mp 2nd pl προφασίζομαι allege by way pres ind mp 2nd pl προφασίζομαι allege by way imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφασιζομένων — προφασίζομαι allege by way pres part mp fem gen pl προφασίζομαι allege by way pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφασιζόμεθα — προφασίζομαι allege by way pres ind mp 1st pl προφασίζομαι allege by way imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφασιζόμενον — προφασίζομαι allege by way pres part mp masc acc sg προφασίζομαι allege by way pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφασισάμενον — προφασίζομαι allege by way aor part mp masc acc sg προφασίζομαι allege by way aor part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφασισόμεθα — προφασίζομαι allege by way aor subj mp 1st pl (epic) προφασίζομαι allege by way fut ind mp 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφασίζου — προφασίζομαι allege by way pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) προφασίζομαι allege by way imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)