-
1 προφασίζομαι
προφασίζομαιallege by way: pres ind mp 1st sg -
2 προφασίζομαι
V 0-1-0-2-0=3 2 Kgs 5,7; Ps 140(141),4; Prv 22,13to allege a pretext, to make excuses [abs.] Prv 22,13; id. [τινα] 2 Kgs 5,7προφασίζεσθαι προφάσεις to employ pretexts Ps 140(141),4 -
3 προφασίζομαι
Aπροὐφασιζόμην Th.1.90
: [dialect] Att. [tense] fut.προφασιοῦμαι Aeschin.3.24
, later - ίσομαι Sch.Ar.Ec. 1019: [tense] aor.προὐφασισάμην Th.5.54
, X.Cyr.2.2.30, etc.;προεφ- D.C.59.26
:— allege by way of excuse, plead in excuse, c. acc.,τὸν αὐλητήν Thgn.941
;τὸν μῆνα Th.5.54
;ἀεί τι D.48.20
: c. inf., allege as an excuse that..,ἀρρωστεῖν Id.19.124
; soπ. ὅτι οὐκ ἐπίστανται X.Oec.20.14
: c. acc. cogn., πάσας προφάσεις π. Pl.R. 474e, cf. Lys.8.16: abs., make excuses, Ar. Lys. 756, Th.1.90;οὐκ ἔφη χρῆναι π. οὐδὲ διαμέλλειν Id.6.25
;π. ὑπέρ τινος Isoc.4.13
: [tense] aor. in pass. sense, ὡς εὗρον ἅπαν.. προφασισθέν that all was used as a pretext, all was a mere pretence, Th.8.33, cf. D.C.Fr. 57.72.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προφασίζομαι
-
4 φασίζομαι
(→προφασίζομαι,,) -
5 προφασίζεσθε
προφασίζομαιallege by way: pres imperat mp 2nd plπροφασίζομαιallege by way: pres ind mp 2nd plπροφασίζομαιallege by way: imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) -
6 προφασιζομένων
προφασίζομαιallege by way: pres part mp fem gen plπροφασίζομαιallege by way: pres part mp masc /neut gen pl -
7 προφασιζόμεθα
προφασίζομαιallege by way: pres ind mp 1st plπροφασίζομαιallege by way: imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) -
8 προφασιζόμενον
προφασίζομαιallege by way: pres part mp masc acc sgπροφασίζομαιallege by way: pres part mp neut nom /voc /acc sg -
9 προφασισάμενον
προφασίζομαιallege by way: aor part mp masc acc sgπροφασίζομαιallege by way: aor part mp neut nom /voc /acc sg -
10 προφασισόμεθα
προφασίζομαιallege by way: aor subj mp 1st pl (epic)προφασίζομαιallege by way: fut ind mp 1st pl -
11 προφασίζου
προφασίζομαιallege by way: pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric)προφασίζομαιallege by way: imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) -
12 προφασίσεται
προφασίζομαιallege by way: aor subj mp 3rd sg (epic)προφασίζομαιallege by way: fut ind mp 3rd sg -
13 προφασίσομαι
προφασίζομαιallege by way: aor subj mp 1st sg (epic)προφασίζομαιallege by way: fut ind mp 1st sg -
14 προπεφάσισται
προφασίζομαιallege by way: perf ind mp 3rd sg -
15 προφασιζομέναις
προφασίζομαιallege by way: pres part mp fem dat pl -
16 προφασιζομένη
προφασίζομαιallege by way: pres part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
17 προφασιζομένης
προφασίζομαιallege by way: pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) -
18 προφασιζομένοις
προφασίζομαιallege by way: pres part mp masc /neut dat pl -
19 προφασιζομένου
προφασίζομαιallege by way: pres part mp masc /neut gen sg -
20 προφασιζομένους
προφασίζομαιallege by way: pres part mp masc acc pl
См. также в других словарях:
προφασίζομαι — προφασίζομαι, προφασίστηκα βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προφασίζομαι — allege by way pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφασίζομαι — ΝΜΑ [πρόφασις] προβάλλω κάτι ως πρόφαση, ως πρόσχημα, προσχηματίζομαι (α. «προφασίστηκε αδιαθεσία και δεν ήλθε» β. «τὸν μῆνα προυφασίσαντο», Θουκ. γ. «ἀρρωστεῑν προφασίζεται», Δημοσθ.) αρχ. 1. αναφέρω ως κατηγορία εναντίον κάποιου, κατηγορώ… … Dictionary of Greek
προφασίζομαι — προφασίστηκα, προβάλλω κάτι ως πρόφαση, ως δικαιολογία: Προφασίστηκε αδιαθεσία και ζήτησε άδεια να φύγει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προφασίζεσθε — προφασίζομαι allege by way pres imperat mp 2nd pl προφασίζομαι allege by way pres ind mp 2nd pl προφασίζομαι allege by way imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφασιζομένων — προφασίζομαι allege by way pres part mp fem gen pl προφασίζομαι allege by way pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφασιζόμεθα — προφασίζομαι allege by way pres ind mp 1st pl προφασίζομαι allege by way imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφασιζόμενον — προφασίζομαι allege by way pres part mp masc acc sg προφασίζομαι allege by way pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφασισάμενον — προφασίζομαι allege by way aor part mp masc acc sg προφασίζομαι allege by way aor part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφασισόμεθα — προφασίζομαι allege by way aor subj mp 1st pl (epic) προφασίζομαι allege by way fut ind mp 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφασίζου — προφασίζομαι allege by way pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) προφασίζομαι allege by way imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)