-
61 προεφασίσατο
προεφασίσατο, προφασίζομαιallege by way: aor ind mp 3rd sg -
62 προυφασίσατο
προεφασίσατο, προφασίζομαιallege by way: aor ind mp 3rd sg -
63 προεφασίσθη
προεφασίσθη, προφασίζομαιallege by way: aor ind mp 3rd sg -
64 προυφασιζόμεθα
-
65 προὐφασιζόμεθα
-
66 προφασιζομένω
-
67 προφασιζομένῳ
-
68 προφασιούνται
-
69 προφασιοῦνται
-
70 προφασισθή
-
71 προφασισθῇ
-
72 προφασισθώ
-
73 προφασισθῶ
-
74 προχαίνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προχαίνω
-
75 προχάνη
Grammatical information: f.Other forms: Dor. -ᾱOrigin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Archaic or dialectal word, of unknown source. Acc. to Eust. 1109, 39 fom (a further unattested) προχαίνω, which is tranlated with προφασίζομαι; not convincing. After sch. on S. Ant. 80 however from προ-έχομαι `pretend', prob. correct. Basis *προ-οχάνη, with elision in the compound.Page in Frisk: 2,604Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > προχάνη
См. также в других словарях:
προφασίζομαι — προφασίζομαι, προφασίστηκα βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προφασίζομαι — allege by way pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφασίζομαι — ΝΜΑ [πρόφασις] προβάλλω κάτι ως πρόφαση, ως πρόσχημα, προσχηματίζομαι (α. «προφασίστηκε αδιαθεσία και δεν ήλθε» β. «τὸν μῆνα προυφασίσαντο», Θουκ. γ. «ἀρρωστεῑν προφασίζεται», Δημοσθ.) αρχ. 1. αναφέρω ως κατηγορία εναντίον κάποιου, κατηγορώ… … Dictionary of Greek
προφασίζομαι — προφασίστηκα, προβάλλω κάτι ως πρόφαση, ως δικαιολογία: Προφασίστηκε αδιαθεσία και ζήτησε άδεια να φύγει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προφασίζεσθε — προφασίζομαι allege by way pres imperat mp 2nd pl προφασίζομαι allege by way pres ind mp 2nd pl προφασίζομαι allege by way imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφασιζομένων — προφασίζομαι allege by way pres part mp fem gen pl προφασίζομαι allege by way pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφασιζόμεθα — προφασίζομαι allege by way pres ind mp 1st pl προφασίζομαι allege by way imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφασιζόμενον — προφασίζομαι allege by way pres part mp masc acc sg προφασίζομαι allege by way pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφασισάμενον — προφασίζομαι allege by way aor part mp masc acc sg προφασίζομαι allege by way aor part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφασισόμεθα — προφασίζομαι allege by way aor subj mp 1st pl (epic) προφασίζομαι allege by way fut ind mp 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφασίζου — προφασίζομαι allege by way pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) προφασίζομαι allege by way imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)