Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

προφέριστος

См. также в других словарях:

  • προφέριστος — surpassing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφέριστος — ίστη, ον, Α αυτός που τοποθετείται πάνω απ όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < προφερής «έξοχος» + κατάλ. τών ανώμαλων υπερθ. ιστός (πρβλ. μέγ ιστος)] …   Dictionary of Greek

  • προφέριστε — προφέριστος surpassing masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφέριστ' — προφέριστα , προφέριστος surpassing neut nom/voc/acc pl προφέριστε , προφέριστος surpassing masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»