-
1 προτρέπω
[протрэпо] р. убеждать, побуждать, поощрять.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προτρέπω
-
2 подстрекать
-
3 уговаривать
-
4 подстрекнуть
υποκινώ, παρακινώ, προτρέπω, παροτρύνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > подстрекнуть
-
5 возбуждать
возбуждатьнесов1. (вызывать) διεγείρω, ἐξεγείρω, προκαλώ:\возбуждать интерес προκαλώ τό ἐνδιαφέρον \возбуждать любопытство κινώ τήν περιέργεια·2. (волновать, будоражить) διεγείρω:\возбуждать умы διεγείρω τά πνεύματα·3. (настраивать против кого-л.) προτρέπω, παρακινώ, ἐρεθίζω· ◊ \возбуждать вопрос ἀνακινώ ζήτημα· \возбуждать дело κινώ ἀγωγή, ἐνάγω, κάνω δίκη. -
6 инспирировать
инспир||ироватьсов и несов προτρέπω, παροτρύνω, ἐμπνέω. -
7 наставлять
наставлять Iнесов1. (ставить в большом количестве) φορτώνω, γεμίζω·2. (надставлять) μακραίνω:\наставлять платье μακραίνω τό φόρεμα·3. (направлять, нацеливать) κατευθύνω:\наставлять подзорную трубу́ κατευθύνω τή διόπτρα· ◊ \наставлять ροτέ кому́-л. βάζω κέρατα (σέ κάποιον), κερατώνω κάποιον \наставлять нос кому́-л. πιάνω κάποιον κορόϊδο.наставлять IIнесов (давать совет) συμβουλεύω, νουθετώ, προτρέπω· ◊ \наставлять кого-л. на путь истины κατευθύνω κάποιον στό ὀρθό δρόμο. -
8 настраивать
настраивать Iнесов1. муз. κουρδίζω·2. радио ρεγουλάρω·3. (механизм) ρεγουλάρω, ρυθμίζω·4. (приводить в какое-л. настроение) προδιαθέτω / βάζω φυτίλια, ὑποκινώ (внушать):\настраивать кого-л. против кого-л. βάζω φυτίλια σέ κάποιον ἐναντίον ἄλλου· \настраивать кого-л. на что-л. προδιαθέτω, προτρέπω, ὑποκινώ· \настраивать в пользу кого-л. προκαλώ εὐμένεια γιά κάποιον \настраивать против себя ἐξεγείρω ἐναντίον μου.настраивать IIнесов (строить много) χτίζω. -
9 побуждать
побужд||атьнесов προτρέπω, παρακινώ, παροτρύνω / ὠθώ, κάνω νά... (склонять). -
10 поддавать
поддаватьнесов1. (ударить снизу) ρίχνω ψηλά·2. (в шашках) разг χτυπώ, θυσιάζω· ◊ \поддавать жару προτρέπω, παροτρύνω. -
11 подзадоривать
подзадориватьнесов, подзадорить сов ὑποκινώ, διεγείρω, βάζω φυτίλια, ἐρεθίζω, προτρέπω. -
12 подталкивать
подталкиватьнесов1. σπρώχνω λιγάκι, σκουντώ ἐλαφρά:\подталкивать локтем σπρώχνω μέ τόν ἀγκώνά2. перен (побуждать) παρακινώ, ὠθῶ, προτρέπω. -
13 толкать
толкатьнесов1. σπρώχνω, σκουντώ, ὠθώ·2. прям., перен (вперед) κινώ, σπρώχνω·3. (побуждать) σπρώχνω, παρακινώ, ἐξωθώ, προτρέπω:\толкать кого́-л. на преступление σπρώχνω κάποιον στό ἔγκλημα· ◊ \толкать ядро́ спорт. ρίχνω σφαίρα \толкаться1. σπρώχνομαι, συνωστίζομαι·2. (слоняться) разг περιφέρομαι ἄσκοπα, τριγυρίζω. -
14 уговаривать
уговариватьнесов προσπαθώ νά πείσω κάποιον/ προτρέπω (склонять). -
15 бунтовать
-тую, -туешь, ρ.δ.1. στασιάζω. || δυσανασχετώ, δυσφορώ, μπουχτίζω.2. προτρέπω, παρακινώ σε εξέγερση, στάση. -
16 вооружить
-жу, -ижишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -жённый, βρ: -жён, -жена, -жено ρ.σ.μ.1. οπλίζω, εξοπλίζω, αρματώνω•вооружить армию εξοπλίζω το στρατό•
вооружить винтовкой οπλίζω με ντουφέκι.
2. εφοδιάζω•вооружить промышленность новой техникой εξοπλίζω τη βιομηχανία με νέα τεχνική.
|| παρέχω, δίνω•вооружить учеников знаниями εφοδιάζω τους μαθητές με γνώσεις.
3. παρακινώ, προτρέπω, διαθέτω εχθρικά, στρέφω κατά•вооружить сына против отца στρέφω το γιο κατά του πατέρα.
1. οπλίζομαι, εξοπλίζομαι, αρματώνομαι. || μτφ. εφοδιάζομαι (με γνώσεις, πληροφορίες (κ.τ.τ.).2. ξεσηκώνομαι, εξεγείρομαι.εκφρ.вооружить терпением, твердостью – εξοπλίζομαι με υπομονή, σταθερότητα. -
17 гнать
гоню, гонишь, παρλθ. χρ. гнал, -ла, -ло, μτχ. ενεστ. гонящий, παθ. μτχ. ενεστ. гонимый, βρ: -ним, -а, -о, ρ.δ.μ.1. οδηγώ, βγάζω κοπάδι στη βοσκή, σκαρίζω. || στέλλω, κατευθύνω.2. παροτρύνω, προτρέπω• βιάζω, επισπεύδω. || οδηγώ με μεγάλη ταχύτητα (αυτοκίνητο κ.τ.τ.).3. (κυρλξ. κ. μτφ.) κυνηγώ, καταδιώκω.4. διώχνω, απελαύνω.5. αποστάζω, βγάζω οινόπνευμα.6. (χυδ.) δίνω•гони деньги βγάλε λεφτά, κατέβαινε.
εκφρ.гнать в шею ή взашей – (απλ.) πιάνω από το λαιμό (το γιακά) και διώχνω.1. κυνηγώ, καταδιώκω, παίρνω κατά πόδι, στο κοντό.2. επιδιώκω, επιζητώ•гнать за прибылью κυνηγώ το κέρδος•
гнать за славой κυνηγώ τη δόξα.
-
18 инспирировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ.1. εμπνέω, εμφυσώ (γνώμες, απόψεις κ.τ.τ.).2. παροτρύνω, παρακινώ, υποκινώ, προτρέπω.εμπνέω κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
19 навести
-веду, -ведёшь, παρλθ. χρ. навёл-вела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. наведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наведённый, βρ: -дён, -дена, -дено,επιρ. μτχ. наведя ρ.σ.μ.1. οδηγώ, φέρω, άγω. || κατευθύνω. || υποδείχνω (για κλοπή).2. σπρώχνω, ωθώ παρακινώ, προτρέπω. || γυρίζω, στρέφω, κατευθύνω (για συνομιλία, λόγο κ.τ.τ.).3. μτφ. εμπνέω, εμβάλλω προξενώ, προκαλώ (φόβο, θλίψη κ.τ.τ.).4. κατευθύνω, στρέφω, γυρίζω•навести телескоп на луну κατευθύνω το τηλεσκόπιο κατά το φεγγάρι.
|| (στρατ.) σκοπεύω.5. κατασκευάζω, κάνω, φτιάχνω•навести переправу φτιάχνω πορθμείο•
мост φτιάνω γεφύρι.
6. περνώ, καλύπτω (με χρώματα, βερνίκι κ.τ.τ.).7. προσδίνω•красоту προσδίνω ομορφιά•
навести блеск προσδίνω λάμψη (γυαλάδα).
|| βάζω, επιβάλλω•навести порядок βάζω τάξη.
8. φέρω•-вл ко мне много гостей μου έφερε πολλούς μουσαφιρέους.
9. γεννώ (πολλά).εκφρ.навести критику – κριτικάρω•справку (справки) – πληροφορούμαι, μαθαίνω•на ум – φέρω στα μυαλά, λογικεύω, σωφρονίζω, βάζω μυαλό. -
20 напустить
-ущу, -устишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. напущенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ.μ.1. ίαφήνω, απολύω, ανοίγω•напустить воды в ванну αφήνω να τρέξει πολύ νερό στη μπανιέρα•
напустить дыму в комнату αφήνω να μπει πολύς καπνός στο δωμάτιο•
собака -ла блох το σκυλί άφησε πολλούς ψύλλους, μας γέμισε ψύλλους.
|| επιτρέπω να μπει, να κατοικήσει•напустить жильцов в дом επιτρέπω ενοικιαστές στο σπίτι.
2. κατεβάζω, χαμηλώνω•напустить волосы на лоб αφήνω να πέσουν τα μαλλιά στο μέτωπο.
3. προσποιούμαι, κάνω, παρασταίνω•напустить на себя важность κάνω το σοβαρό, σοβαροποιούμαι•
напустить равнодушие κάνω τον αδιάφορο•
напустить на себя строгость κάνω τον αυστηρό.
4. (κυνηγ.) λύνω, απολύω•напустить собаку на зайца απολύω το σκυλί για λαγό.
|| παρακινώ, προτρέπω.5. μαγεύω, κάνω μάγια (ν αρρωστήσει ή να πάθει). || εμπνέω, εμβάλλω• προξενώ ενσπείρω;επιτίθεμαι (με βρισιές, μομφές κ.τ.τ.).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
προτρέπω — urge forwards pres subj act 1st sg προτρέπω urge forwards pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτρέπω — προτρέπω, προέτρεψα και πρότρεψα βλ. πίν. 9 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προτρέπω — ΝΜΑ [τρέπω] 1. παροτρύνω, παρακινώ (α. «όλοι οι φίλαθλοι προέτρεπαν τον αθλητή να εντείνει την προσπάθειά του» β. «συμβουλεύει ἤ προτρέπων ἤ ἀποτρέπων», Αριστοτ.) αρχ. 1. τρέπω, ωθώ προς τα εμπρός 2. εξερεθίζω, διεγείρω («ὡς... προετρέψατο ὁ… … Dictionary of Greek
προτρέπω — πρότρεψα και προέτρεψα, παροτρύνω, ενθαρρύνω, παρακινώ κάποιον: Τον πρότρεψα να επισκεφτεί το γιατρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προτρέπεσθε — προτρέπω urge forwards pres imperat mp 2nd pl προτρέπω urge forwards pres ind mp 2nd pl προτρέπω urge forwards imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτρέπετε — προτρέπω urge forwards pres imperat act 2nd pl προτρέπω urge forwards pres ind act 2nd pl προτρέπω urge forwards imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτρέπῃ — προτρέπω urge forwards pres subj mp 2nd sg προτρέπω urge forwards pres ind mp 2nd sg προτρέπω urge forwards pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτρέψει — προτρέπω urge forwards aor subj act 3rd sg (epic) προτρέπω urge forwards fut ind mid 2nd sg προτρέπω urge forwards fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτρέψουσιν — προτρέπω urge forwards aor subj act 3rd pl (epic) προτρέπω urge forwards fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προτρέπω urge forwards fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτρέψω — προτρέπω urge forwards aor subj act 1st sg προτρέπω urge forwards fut ind act 1st sg προτρέπω urge forwards aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτρέψῃ — προτρέπω urge forwards aor subj mid 2nd sg προτρέπω urge forwards aor subj act 3rd sg προτρέπω urge forwards fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)