Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

παρακινώ

  • 1 παρακινώ

    [паракино] р. подстрекать, возбуждать,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παρακινώ

  • 2 подстрекать

    подстрекать, подстрекнуть προτρέπω, παρακινώ
    * * *
    = подстрекнуть
    προτρέπω, παρακινώ

    Русско-греческий словарь > подстрекать

  • 3 возбудить

    -ужу, -удишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -ужденный, βρ: -ден, -дена, -дено, ρ.σ.μ.
    1. προκαλώ, διεγείρω, κινώ•

    возбудить любопытство κινώ την περιέργεια•

    возбудить аппетит κινώ την όρεξη•

    возбудить интерес κινώ το ενδιαφέρο.

    || παροτρύνω, παρακινώ•

    возбудить к борьбе παρακινώ γι αγώνα. ανακινώ•

    возбудить вопрос ανακινώ ζήτημα.

    2. ερεθίζω, εκνευρίζω•

    возбудить нервы ερεθίζω τα νεύρα.

    || εγείρω•

    возбудить судебное дело κάνω (κινώ) δικαστήριο.

    διεγείρομαι, ερεθίζομαι. || κινούμαι, υποκινούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > возбудить

  • 4 подстрекнуть

    υποκινώ, παρακινώ, προτρέπω, παροτρύνω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подстрекнуть

  • 5 стимулировать

    1. (ускорять, усиливать) διεγείρω
    ερεθίζω
    υποκινώ
    παρακινώ
    2. мед. τονώνω, διεγείρω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стимулировать

  • 6 возбуждать

    возбуждать
    несов
    1. (вызывать) διεγείρω, ἐξεγείρω, προκαλώ:
    \возбуждать интерес προκαλώ τό ἐνδιαφέρον \возбуждать любопытство κινώ τήν περιέργεια·
    2. (волновать, будоражить) διεγείρω:
    \возбуждать умы διεγείρω τά πνεύματα·
    3. (настраивать против кого-л.) προτρέπω, παρακινώ, ἐρεθίζω· ◊ \возбуждать вопрос ἀνακινώ ζήτημα· \возбуждать дело κινώ ἀγωγή, ἐνάγω, κάνω δίκη.

    Русско-новогреческий словарь > возбуждать

  • 7 побуждать

    побужд||ать
    несов προτρέπω, παρακινώ, παροτρύνω / ὠθώ, κάνω νά... (склонять).

    Русско-новогреческий словарь > побуждать

  • 8 погонять

    погонять
    несов
    1. παρακινώ, κεντρίζω, σαλαγώ:
    \погонять кнутом χτυπῶ μέ καμουτσίκι·
    2. (торопить) βιάζω.

    Русско-новогреческий словарь > погонять

  • 9 подбивать

    подбивать
    несов
    1. (приколачивать):
    ν*νω μ· И**"»· Φοδράρω:
    \подбивать ватой рен разг ι \подбивать мехом γουνὠνω·
    3. пе-δαυλίζω подстрекать) παρακινώ, ὑπο-έ^φέρὠβ&Ρ^ω·
    4. воен. (самолет) подбий1 ^ \подбивать гл.аз γοΚοιάζω τό μἀτι.

    Русско-новогреческий словарь > подбивать

  • 10 подстрекать

    подстрекать
    несов, подстрекнуть сов ὑποκινώ, παρακινώ, βάζω φυτίλια, ἐξεγείρω:
    подстрекать кого́-л. против кого-л. ἐξεγείρω κάποιον ἐνάντια σέ ἀλλον ◊ подстрекнуть чье-л. любопы́тство διεγείρω τήν περιέργεια κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > подстрекать

  • 11 подталкивать

    подталкивать
    несов
    1. σπρώχνω λιγάκι, σκουντώ ἐλαφρά:
    \подталкивать локтем σπρώχνω μέ τόν ἀγκώνά
    2. перен (побуждать) παρακινώ, ὠθῶ, προτρέπω.

    Русско-новогреческий словарь > подталкивать

  • 12 стимулировать

    стимул||и́ровать
    сов и несов διεγείρω, παρακινώ/ παροτρύνω (побуждать),

    Русско-новогреческий словарь > стимулировать

  • 13 толкать

    толкать
    несов
    1. σπρώχνω, σκουντώ, ὠθώ·
    2. прям., перен (вперед) κινώ, σπρώχνω·
    3. (побуждать) σπρώχνω, παρακινώ, ἐξωθώ, προτρέπω:
    \толкать кого́-л. на преступление σπρώχνω κάποιον στό ἔγκλημα· ◊ \толкать ядро́ спорт. ρίχνω σφαίρα \толкаться
    1. σπρώχνομαι, συνωστίζομαι·
    2. (слоняться) разг περιφέρομαι ἄσκοπα, τριγυρίζω.

    Русско-новогреческий словарь > толкать

  • 14 бунтовать

    -тую, -туешь, ρ.δ.
    1. στασιάζω. || δυσανασχετώ, δυσφορώ, μπουχτίζω.
    2. προτρέπω, παρακινώ σε εξέγερση, στάση.

    Большой русско-греческий словарь > бунтовать

  • 15 вдохновить

    -влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вдохновленный, βρ: -лен, -лена, ; -лено ρ.σ.μ.
    1. εμπνέω, ενθουσιάζω.
    2. ωθώ, παρακινώ, σπρώχνω•

    вдохновить на преступление σπρώχνω στο έγκλημα.

    εμπνέομαι, ενθουσιάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > вдохновить

  • 16 волновать

    -ную, -нуешь, μτχ. ενστ. волнующий, ρ.δ.μ.
    1. ταράζω, προκαλώ σάλο, κύματα, τρικυμίζω.
    2. μτφ. ανησυχώ•

    эти вести меня -ют αυτές οι ειδήσεις με ανησυχούν.

    3. παλ. παρακινώ σε ταραχές.
    1. (δια)κυμαίνομαι, κυματίζω• γίνομαι τρικυμιώδης.
    2. μτφ. ανησυχώ, ταράσσομαι• συγκινούμαι.
    3. αγαναχτώ.

    Большой русско-греческий словарь > волновать

  • 17 вооружить

    -жу, -ижишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -жённый, βρ: -жён, -жена, -жено ρ.σ.μ.
    1. οπλίζω, εξοπλίζω, αρματώνω•

    вооружить армию εξοπλίζω το στρατό•

    вооружить винтовкой οπλίζω με ντουφέκι.

    2. εφοδιάζω•

    вооружить промышленность новой техникой εξοπλίζω τη βιομηχανία με νέα τεχνική.

    || παρέχω, δίνω•

    вооружить учеников знаниями εφοδιάζω τους μαθητές με γνώσεις.

    3. παρακινώ, προτρέπω, διαθέτω εχθρικά, στρέφω κατά•

    вооружить сына против отца στρέφω το γιο κατά του πατέρα.

    1. οπλίζομαι, εξοπλίζομαι, αρματώνομαι. || μτφ. εφοδιάζομαι (με γνώσεις, πληροφορίες (κ.τ.τ.).
    2. ξεσηκώνομαι, εξεγείρομαι.
    εκφρ.
    вооружить терпением, твердостью – εξοπλίζομαι με υπομονή, σταθερότητα.

    Большой русско-греческий словарь > вооружить

  • 18 двигать

    -аю, -аешь κ. движешь, -жет; παθ. μτχ. ενστ. движимый, βρ: -жим, -а, -о, ρ.δ.
    1. κινώ, κουνώ, σαλεύω, μετακινώ, μετατοπίζω•

    двигать мебель μετακινώ το έπιπλο.

    || μτφ. προωθώ, μετακινώ•

    двигать батальон в атаку προωθώ το τάγμα για επίθεση.

    || κινώ με•

    двигать руками κινώ με τα χέρια.

    2. μτφ. βάζω, θέτω σε κίνηση, κινώ.
    3. μτφ. συμβάλλω, συντελώ’ (στην ανάπτυξη, προοδο), ωθώ, προωθώ, δίνω ώθηση•

    двигать науку συντελώ στην πρόοδο της επιστήμης•

    двигать дело προωθώ την υπόθεση.

    4. υποκινώ, παρακινώ•

    им движет чувство жалости κινείται από αίσθημα οίκτου•

    им двигает страсть κινείται από πάθος•

    им движет тщеславие κινείται από φιλοδοξία (ματαιοδοξία).

    5. ξεκινώ, μπαίνω σε κίνηση.
    εκφρ.
    еле ή с трудомκ.τ.τ. двигать ногами μόλις μπορώ και παίρνω (σέρνω) τα πόδια.
    1. κινούμαι, κουνιέμαι, μετακινούμαι, μετατοπίζομαι, σαλεύω. || μτφ. αναπτύσσομαι, ανεβαίνω, προωθούμαι, προάγομαι•

    двигать по службе προάγομαι στην υπηρεσία, ανεβαίνω στην υπηρεσιακή ιεραρχία.

    2. ξεκινώ, εκκινώ, μπαίνω σε κίνηση.

    Большой русско-греческий словарь > двигать

  • 19 затравить

    -травлю, -травишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затравленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κυνηγώ, πιάνω με σκυλιά ή εκπαιδευμένα πουλιά. || (για σκυλιά) παρακινώ, χύνω τα σκυλιά, χυμίζω.
    2. κατατρέχω, καταβασανίζω, κατατυραννώ.
    κυνηγιέμαι κλίτ. ρ. μ.

    Большой русско-греческий словарь > затравить

  • 20 инспирировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.κ.σ.
    1. εμπνέω, εμφυσώ (γνώμες, απόψεις κ.τ.τ.).
    2. παροτρύνω, παρακινώ, υποκινώ, προτρέπω.
    εμπνέω κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > инспирировать

См. также в других словарях:

  • παρακινώ — παρακινῶ, έω, ΝΜΑ συμβουλεύω και συγχρόνως ενθαρρύνω κάποιον να κάνει κάτι, παρορμώ, ερεθίζω, εξωθώ, παροτρύνω αρχ. 1. διαταράσσω, συγχέω 2. διαταράσσομαι, θολώνομαι 3. εγείρω ταραχές, σχηματίζω φατρίες, ενεργώ εναντίον καθεστώτων 4. κινώ σφοδρώς …   Dictionary of Greek

  • παρακινώ — παρακινώ, παρακίνησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παρακινώ — παρακίνησα, παρακινήθηκα, παρακινημένος, προτρέπω, υποκινώ, παροτρύνω: Παρακίνησέ τον να ζητήσει τα χρήματα που του χρωστούν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρακινῶ — παρακινέω move aside pres subj act 1st sg (attic epic doric) παρακινέω move aside pres ind act 1st sg (attic epic doric) παρακῑνῶ , παρακινέω move aside pres subj act 1st sg (attic epic doric) παρακῑνῶ , παρακινέω move aside pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευτεροτρέχω — παρακινώ (τα άλογα) να τρέξουν πάλι, δεύτερη φορά …   Dictionary of Greek

  • βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω …   Dictionary of Greek

  • επαίρω — και (ε)παίρνω (AM ἐπαίρω, Μ και (ἐ)παίρνω) [αίρω] μέσ. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι («ἐπαιρόμενος ή πλούτῳ ἤ ἰσχύι», Πλάτ.) νεοελλ. ναυτ. η προστ. έπαρον ως παρακελευσματικό μόριο για ύψωση τών μεγάλων ιστίων μσν. νεοελλ. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.)… …   Dictionary of Greek

  • επεγκελεύω — ἐπεγκελεύω (AM) 1. παρακινώ, παροτρύνω κάποιον σε κάτι («ἀλλ οὖν ἐπεγκέλευέ γ ὡς εὐψυχίαν... κτησώμεθα», Ευρ.) 2. μέσ. επεγκελεύομαι διατάσσω, συνιστώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγκελεύω «προτρέπω, παρακινώ»] …   Dictionary of Greek

  • εποτρύνω — ἐποτρύνω (Α) 1. παρακινώ, ερεθίζω («καὶ αὐτῶν θυμὸς ἐποτρύνει καὶ ἀνώγει», Ομ. Ιλ.) 2. κινώ, διεγείρω εναντίον κάποιου («νῶϊν ἐποτρύνει πόλεμον κακόν», Ομ. Ιλ.) 3. στέλνω επειγόντως («δέδοικα μή... Ἰθακήσιοι, ἀγγελίας δὲ πάντα ἐποτρύνωσι… …   Dictionary of Greek

  • οτρύνω — ὀτρύνω (Α) 1. παροτρύνω σε κάποιο έργο που απαιτεί τόλμη 2. (σπαν. σχετικά με ζώα) παρακινώ, κεντώ, παρορμώ («οὐρῆας τ ὠτρυνε», Ομ. Ιλ.) 3. επισπεύδω, επιταχύνω κάτι, κάνω να γίνει κάτι γρήγορα («μάχην ὤτρυνον Αχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 4. (μεσοπαθ.)… …   Dictionary of Greek

  • παρακαλώ — έω και άω / παρακαλῶ, έω, ΝΜΑ 1. ζητώ ικετευτικά και επίμονα από κάποιον να κάνει κάτι για χάρη μου, χωρίς να είναι υποχρεωμένος, διατυπώνω παράκληση («μη, παρακαλώ σας, μη λησμονάτε τη χώρα μου», Οδ. Ελύτης) 2. απευθύνω δέηση, ικεσία στον Θεό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»