-
1 προτιμότερον
προτῑμότερον, πρότιμοςmost honoured: adverbial compπροτῑμότερον, πρότιμοςmost honoured: masc acc comp sgπροτῑμότερον, πρότιμοςmost honoured: neut nom /voc /acc comp sg -
2 πρό-τῑμος
πρό-τῑμος, vor Andern geehrt, vorzüglich; λίϑοι, Plat. Legg. XII, 947 d; οὐδὲ μὲν εἰ ταχυτῆτι ποδῶν, τό περ ἔστι πρότιμον ῥώμης, ὅσσ' ἀνδρῶν ἔργ' ἐν ἀγῶνι πέλει, Xenophan. bei Ath. X, 414 b; προτιμότερον, Ael. H. A. 8, 4.
-
3 πρότιμος
πρότῑμ-ος, ον,A most honoured, Xenoph.2.17: abs., π. λίθοι precious stones, v.l. in Pl.Lg. 947d;προτιμότερον τῶν χρημάτων Id.Erx. 393d
(v.l.), cf. J.AJ 6.10.2, Luc.D Deor.5.3, Ael.NA8.4 (s. v.l.), D.C.47.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρότιμος
См. также в других словарях:
προτιμότερον — προτῑμότερον , πρότιμος most honoured adverbial comp προτῑμότερον , πρότιμος most honoured masc acc comp sg προτῑμότερον , πρότιμος most honoured neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)