-
1 προσάγω
προσ|άγω подводить к кому -
2 προσαγω
1) вести (против)(στρατιὰν πρὸς πολεμίους Xen.)
2) подводить, подвозить, приближать, придвигать(μηχανὰς πόλει Thuc.; π. τέν ἄνω γνάθον τῇ κάτω Her.)
π. ὀφθαλμόν τινι Eur. — приставить глаз к чему-л.3) приводитьπ. τοὺς δεομένους Ἀστυάγους Xen. — вводить (на прием) тех, у которых есть дело к Астиагу;τίς σε προσήγαγεν χρεία ; Soph. — какая надобность привела тебя?;προσάγεσθαι μάρτυρα Plut. — представлять своего свидетеля4) приносить(φόρον Thuc.; τὰς εἰσφοράς Polyb.)
5) преподносить(δῶρα HH.)
ὕμνους τῳ θεῶν π. Plat. — посвящать (новые) гимны кому-л. из богов6) предлагать7) доставлять, причинять(τόδε πῆμα Hom.)
8) доставлять, пригонять(ἁρμαμάξας Xen.)
πάντα ἱκανὰ π. Xen. — привозить все в достаточном количестве;τὰ προσαχθέντα Xen. — привоз, импорт9) прилагать, применять(τὰς ἀνάγκας τινὴ π. Thuc.)
οὐκ ἔφη, καὴ μάλα πολλῶν φόβων προσαγομένων Xen. — (задержанный) ответил отрицательно, несмотря на применение множества угроз;προσάγεσθαι τὸν πόνον καὴ τὸν χρόνον Polyb. — затрачивать труд и время10) привлекать, склонять, заставлятьἐλπὴς προσάγει τινὰ εὑρεῖν τι Eur. — в ком-л. существует надежда найти что-л.;
πρὸς μάθησιν π. τινά Arst. — приохотить кого-л. к науке;βίᾳ προσαχθῆναι Thuc. — быть вынужденным силою;οἴκτῳ προσάγεσθαι Thuc. — поддаваться чувству сострадания;ὅρκον π. τινί Hom. — заставить кого-л. поклясться;προτείνων τέν χεῖρα προσήγετο αὐτούς Xen. — протянув руку, (Кир) привлек их к себе;πάντων προσάγεσθαι τὰ ὄμματα Xen. — привлекать к себе взоры всех;προσάγεσθαί τινα τὰ πρὸς ποσὴ σκοπεῖν Soph. — побуждать кого-л. думать о настоящем;χρήμασι καὴ δωρεαῖς τινα προσάγεσθαι Plat. — привлекать кого-л. на свою сторону деньгами и подарками11) med. сгребать (к себе), т.е. собирать(τὰ ναυάγια Thuc.; ὀστᾶ Eur.)
12) (sc. ἑαυτόν) приближаться, подходить(τινι Plut., NT.; π. τοῖς τεσσαράκοντα ἔτεσι Plut.)
π. ἐγγυτέρω ταῖς ἐλπίσι Plut. — приближаться к осуществлению (своих) надежд;πόταγε Theocr. — подойди поближе13) (sc. τὸ στράτευμα) идти войной(πρὸς πολεμίους Xen.)
14) (sc. τέν ναῦν) приставать к берегу, причаливать(τοιούτοις τόποις Polyb.)
См. также в других словарях:
προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… … Dictionary of Greek
άγω — (Α ἄγω) 1. οδηγώ, φέρνω, κατευθύνω, διευθύνω στα αρχ. χρησιμοποιείται συνήθως για έμψυχα σε αντιδιαστολή προς το φέρω που χρησιμοποιείται για άψυχα με την ίδια σημασία και χρήση απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (απρμφ. a ke) 2. μεταβαίνω σε κάποιο τόπο,… … Dictionary of Greek
ευπροσάγωγος — εὐπροσάγωγος, ον (Α) έτοιμος, πρόθυμος να προσελκυστεί, να επηρεαστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ αγωγός (< προσ άγω)] … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
συνάγω — ΝΜΑ, και συνάζω Ν, και παλ. αττ. ξυνάγω Α 1. (σχετικά με πρόσ. και ζώα) συναθροίζω, συγκεντρώνω (α. «σύναξα τους στρατιώτες μου για μάχη» β. «συναγαγόντες ἐς ἕνα χῶρον μυριάδα ἀνθρώπων», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με πράγμ.) συλλέγω, συσσωρεύω (α. «έχει… … Dictionary of Greek
επακτός — ή, ό (Α ἐπακτός, ή, όν και ός, όν) νεοελλ. 1. ανατ. «επακτά οστά» βλ. επακταία οστά 2. βοτ. «επακτά όργανα» τα όργανα τών φυτών, που αποτελούνται από τελείως διαμορφωμένους ιστούς, όπως π.χ. οι παραφυάδες νεοελλ. αρχ. «επακτός όρκος» αυτός που… … Dictionary of Greek
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek