Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

προσ-άγω

  • 1 προσάγω

    προσ|άγω подводить к кому

    Αρχαία Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό > προσάγω

  • 2 προσαγω

         (ᾰ) (fut. προσάξω, aor. 1 προσῆξα, aor. 2 προσήγᾰγον, pf. προσῆχα; дор. imper. πόταγε)
        1) вести (против)
        2) подводить, подвозить, приближать, придвигать
        

    (μηχανὰς πόλει Thuc.; π. τέν ἄνω γνάθον τῇ κάτω Her.)

        π. ὀφθαλμόν τινι Eur.приставить глаз к чему-л.

        3) приводить
        π. τοὺς δεομένους Ἀστυάγους Xen. — вводить (на прием) тех, у которых есть дело к Астиагу;
        τίς σε προσήγαγεν χρεία ; Soph. — какая надобность привела тебя?;
        προσάγεσθαι μάρτυρα Plut.представлять своего свидетеля

        4) приносить
        

    (φόρον Thuc.; τὰς εἰσφοράς Polyb.)

        5) преподносить
        

    (δῶρα HH.)

        ὕμνους τῳ θεῶν π. Plat.посвящать (новые) гимны кому-л. из богов

        6) предлагать
        7) доставлять, причинять
        

    (τόδε πῆμα Hom.)

        8) доставлять, пригонять
        

    (ἁρμαμάξας Xen.)

        πάντα ἱκανὰ π. Xen. — привозить все в достаточном количестве;
        τὰ προσαχθέντα Xen. — привоз, импорт

        9) прилагать, применять
        οὐκ ἔφη, καὴ μάλα πολλῶν φόβων προσαγομένων Xen. (задержанный) ответил отрицательно, несмотря на применение множества угроз;
        προσάγεσθαι τὸν πόνον καὴ τὸν χρόνον Polyb.затрачивать труд и время

        10) привлекать, склонять, заставлять
        

    ἐλπὴς προσάγει τινὰ εὑρεῖν τι Eur. — в ком-л. существует надежда найти что-л.;

        πρὸς μάθησιν π. τινά Arst.приохотить кого-л. к науке;
        βίᾳ προσαχθῆναι Thuc. — быть вынужденным силою;
        οἴκτῳ προσάγεσθαι Thuc. — поддаваться чувству сострадания;
        ὅρκον π. τινί Hom.заставить кого-л. поклясться;
        προτείνων τέν χεῖρα προσήγετο αὐτούς Xen. — протянув руку, (Кир) привлек их к себе;
        πάντων προσάγεσθαι τὰ ὄμματα Xen. — привлекать к себе взоры всех;
        προσάγεσθαί τινα τὰ πρὸς ποσὴ σκοπεῖν Soph.побуждать кого-л. думать о настоящем;
        χρήμασι καὴ δωρεαῖς τινα προσάγεσθαι Plat.привлекать кого-л. на свою сторону деньгами и подарками

        11) med. сгребать (к себе), т.е. собирать
        

    (τὰ ναυάγια Thuc.; ὀστᾶ Eur.)

        12) (sc. ἑαυτόν) приближаться, подходить
        

    (τινι Plut., NT.; π. τοῖς τεσσαράκοντα ἔτεσι Plut.)

        π. ἐγγυτέρω ταῖς ἐλπίσι Plut. — приближаться к осуществлению (своих) надежд;
        πόταγε Theocr.подойди поближе

        13) (sc. τὸ στράτευμα) идти войной
        14) (sc. τέν ναῦν) приставать к берегу, причаливать

    Древнегреческо-русский словарь > προσαγω

См. также в других словарях:

  • προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… …   Dictionary of Greek

  • άγω — (Α ἄγω) 1. οδηγώ, φέρνω, κατευθύνω, διευθύνω στα αρχ. χρησιμοποιείται συνήθως για έμψυχα σε αντιδιαστολή προς το φέρω που χρησιμοποιείται για άψυχα με την ίδια σημασία και χρήση απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (απρμφ. a ke) 2. μεταβαίνω σε κάποιο τόπο,… …   Dictionary of Greek

  • ευπροσάγωγος — εὐπροσάγωγος, ον (Α) έτοιμος, πρόθυμος να προσελκυστεί, να επηρεαστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ αγωγός (< προσ άγω)] …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • συνάγω — ΝΜΑ, και συνάζω Ν, και παλ. αττ. ξυνάγω Α 1. (σχετικά με πρόσ. και ζώα) συναθροίζω, συγκεντρώνω (α. «σύναξα τους στρατιώτες μου για μάχη» β. «συναγαγόντες ἐς ἕνα χῶρον μυριάδα ἀνθρώπων», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με πράγμ.) συλλέγω, συσσωρεύω (α. «έχει… …   Dictionary of Greek

  • επακτός — ή, ό (Α ἐπακτός, ή, όν και ός, όν) νεοελλ. 1. ανατ. «επακτά οστά» βλ. επακταία οστά 2. βοτ. «επακτά όργανα» τα όργανα τών φυτών, που αποτελούνται από τελείως διαμορφωμένους ιστούς, όπως π.χ. οι παραφυάδες νεοελλ. αρχ. «επακτός όρκος» αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»