-
1 προσψαύω
A touch upon, touch,τιμαῖς Pi.Fr.121.3
: c. gen., Ael.NA1.57: abs., S.Ph. 1054, OC 329; ὅσον γ' ἂν αὐτὸς μὴ ποτιψαύων χεροῖν Id.Tr.. 1214:—[voice] Pass., Dsc.Eup.1.167.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσψαύω
-
2 προσψαυω
См. также в других словарях:
προσψαύω — Α αγγίζω («καὶ αὐτοὶ ἑνὶ τῶν δακτύλων ὑμῶν οὐ προσψαύετε τοῑς φορτίοις», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ψαύω «ψηλαφώ»] … Dictionary of Greek
προσθιγγάνω — Α αγγίζω, ψαύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + θιγγάνω «αγγίζω»] … Dictionary of Greek
προσχρίμπτω — Α ψαύω, αγγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + χρίμπτω «πλησιάζω»] … Dictionary of Greek