-
1 προσψαυω
См. также в других словарях:
προσψαύω — Α αγγίζω («καὶ αὐτοὶ ἑνὶ τῶν δακτύλων ὑμῶν οὐ προσψαύετε τοῑς φορτίοις», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ψαύω «ψηλαφώ»] … Dictionary of Greek
προσθιγγάνω — Α αγγίζω, ψαύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + θιγγάνω «αγγίζω»] … Dictionary of Greek
προσχρίμπτω — Α ψαύω, αγγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + χρίμπτω «πλησιάζω»] … Dictionary of Greek