-
1 προσμεταπεμπομαι
сверх того посылать (за чем-л), вызывать(ἵππους ἀπὸ τῶν ξυμμάχων Thuc.)
παρὰ Φιλίππου δύναμιν προσμεταπεμψάμενος Aeschin. — получив от Филиппа просимое войско
См. также в других словарях:
προσμεταπέμπομαι — Α 1. ζητώ κάτι από κάποιον με απεσταλμένους 2. στέλνω και προσκαλώ κάποιον ακόμη 3. (σχετικά με επίδικες υποθέσεις) επιδίδω υπόμνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + μεταπέμπομαι «παραγγέλλω να μού φέρουν κάτι, στέλνω και προσκαλώ κάποιον»] … Dictionary of Greek