-
1 προσλαμβάνω
-
2 προσλαμβανω
(fut. προσλήψομαι, aor. 2 προσέλαβον, pf. προσείληφα) тж. med.1) сверх того или дополнительно брать, прибавлять, присоединятьἄρτον π. Xen. — брать хлеб (к какому-л. блюду), т.е. есть с хлебом;
πρὸς τοῖς παροῦσιν ἄλλα (sc. κακὰ) προσλαβεῖν Aesch. — прибавить к (уже) существующим бедствиям (еще) другие;πρὸς ἐκείνοις ἄλλην εὔκλειαν π. Xen. — присоединить к этому новую славу;π. καιροὺς τοῦ πότε λεκτέον καὴ ἐπισχετέον Plat. — уметь вовремя говорить и (вовремя) воздерживаться;προσλήψεσθαι τέν ἐμπειρίαν Thuc. — накопить опыт;προσλαβεῖν τινι σύμμαχόν τινα Xen. — сделать кого-л. чьим-л. союзником;κἀκεῖνο βουλώμεθα προσλαβεῖν (ὅτι) Plut. — мы хотели бы еще присовокупить (что);προσειλημμένος λεπτοῖς δεσμοῖς Arst. — (о мышцах) присоединенный тонкими связками;προσλαβεῖν τῷ πίνακι τὸν σπόγγον Plut. — швырнуть в картину губку (губкой);τὰ προσλαμβανόμενα лог. Arst. — меньшая посылка2) укреплять, усиливать, увеличивать(ῥώμην καὴ φιλοτιμίαν Plut.)
ἰσχὺν τῆς πίστεως προσλαμβανούσης Plut. — с усилением доверия3) брать с собой(ἱππέας καὴ πελταστάς Xen.)
4) ( о пище) принимать, вкушать(μηδέν NT.)
5) сверх того приобретать, получатьπ. γνώμην τινός Polyb. — получать чьё-л. согласие;
π. δόξαν ἑαυτῷ Xen. — стяжать себе славу6) склонять на свою сторону(τινὰς τῶν πολιτῶν Dem.; τὸν δῆμον Arst.)
7) принимать у себя, приглашать к себе8) совместно приниматься, принимать участие, оказывать содействиеπροσλάβεσθε Arph. — помогите (мне);
τῆς ἀποκρίσεώς τινι π. Plat. — помочь кому-л. в ответе;προσελάβετο - v. l. προσεβάλετο - τούτου τοῦ Φοινικηΐου πάθεος Her. — он был сопричастен к этому несчастью финикиян -
3 λάζομαι
Grammatical information: v.Meaning: `seize, grasp, take, get hold of' (Il.),Other forms: λάζυμαι (h. Merc. 316, also Megar., Thess. [ λάδδουσθη, οὑπο-λάδδουνθη]), both only presentstem.Etymology: The younger λάζυμαι was prob. created after αἴνυμαι (Schwyzer 698, Fraenkel IF 60, 132; older lit. in Bq). As yot-present λάζομαι can stand for *λάγ-ι̯ομαι (or *λάγγ-ι̯ομαι; Brugmann-Thumb 336, 339); the form λαβεῖν, ἔ-λλαβε s. λαμβάνω (and λάβρος ?), which can hardly be separated, requires a labiovelar, IE. *(s)lehleh₂gʷ-i̯- (IE had no phoneme *a). Connection with the isolated OS læccan `seize, grasp', NEngl. latch, seems possible. Pok. 958.Page in Frisk: 2,71Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λάζομαι
См. также в других словарях:
πλεονάζω — ΝΜΑ, πλειονάζω Α [πλ(ε)ίον] 1. είμαι περισσότερος από όσο πρέπει ή χρειάζεται, περισσεύω 2. (το ουδ. μτχ. τού ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) το πλεονάζον ό,τι περισσεύει, περίσσευμα, πλεόνασμα νεοελλ. υπερτερώ σε αριθμό ή σε ποσότητα σε σχέση ή σε… … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
πιστός — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Έδεσσα της Ελλάδας και μαρτύρησε επί Μαξιμιανού (285 305), μαζί με τη μητέρα του Βάσσα και τα αδέλφια του Θεογόνιο και Αγάπιο. Η μνήμη τους τιμάται στις 21 Αυγούστου. II Επίσκοπος της… … Dictionary of Greek
λαγχάνω — και λαχαίνω (AM λαγχάνω, Μ και λαχάνω) περιέρχομαι σε κάποιον με κλήρο, πέφτω στον κλήρο (α. «πάλι τού λαχε ο πρώτος αριθμός» β. «τὴν πρὸς Νότον λαχεῑν φασι Δευκαλίωνι», Στράβ.) νεοελλ. παροιμ. «εμείς οι Βλάχοι όπως λάχει» λέγεται για τους… … Dictionary of Greek
μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε … Dictionary of Greek
προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… … Dictionary of Greek
χαλώ — χαλῶ, άω, ΝΜΑ, και χαλνώ, άω, Ν, και χαλάζω και χαλαίνω Α ναυτ. κατεβάζω ιστίο ή σημαία νεοελλ. μσν. 1. επιφέρω βλάβη στην κανονική λειτουργία ενός συστήματος («τό χάλασες το ρολόι») 2. καταστρέφω 3. (σχετικά με κτίσμα) κατεδαφίζω, γκρεμίζω (α.… … Dictionary of Greek