-
1 προσδεω
I[δέω I] привязывать, прикреплять(τοὺς κρίκους τῶν ἱστίων Her.; τὸ ξόανον τῇ βάσει Diod.)
IIпреимущ. med. προσδέομαι [δέω II]1) еще нуждаться, иметь потребностьλύπης τί προσδεῖς ; Eur. — какого горя еще тебе нужно?;
ἀκούσατε ὧν προσδεῖν δοκεῖ μοι Xen. — послушайте, что еще, по-моему, нужно;ἀνδρῶν προσδεῖ ἡμῖν impers. Xen. — у нас не хватает людей;διδασκαλίας ἂν ὡς οὐκ εἰδόσι προσέδει Thuc. — надо бы поучиться тем, кто (этого) не знает;οὐκέτι προσδεῖ ἐρέσθαι Plat. — не к чему больше спрашивать;ὀλίγα μὲν ἦλθον ἔχοντες χρήματα, πολλῶν δὲ προσεδεήθησαν Lys. — они взяли с собой немного денег, а нужно было им еще много2) еще желать, стремиться(προσδεῖσθαι τῆς ἀρχῆς Xen.)
3) просить, требоватьτὰ οἱ Δόλογκοι προσεδέοντο αὐτοῦ Her. — то, о чем просили его долонки
См. также в других словарях:
δέω — (I) δέω (AM) Ι. μσν. παρακαλώ κάποιον για κάτι («δέομεν, παρακαλοῡμεν νὰ ὁρίσης») αρχ. 1. έχω έλλειψη, στερούμαι 2. φρ. α) «πολλοῡ δέω» έχω μεγάλη ανάγκη β) «παντὸς δέω» έχω πλήρη έλλειψη γ) «πολλοῡ δέω... ὑπὲρ ἐμαυτοῡ ἀπολογεῑσθαι» πολύ απέχω… … Dictionary of Greek
προσδέω — (I) ΜΑ δένω κοντά ή δένω σε κάτι («κύνας προσδεδέσθαι νυκτερεύοντας», Αιν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + δέω «δένω»]. (II) Α 1. (ενεργ. και μέσ.) έχω ανάγκη κάποιου ακόμη (α. «λύπης τι προσδεῑς ἢ φιλεῑς οὕτω φάος;», Ευρ. β. «εἰπόντες δὲ ὅτι οὐδὲν… … Dictionary of Greek
προσπαρδεῖν — πρός , παρά δέω 1 bind pres inf act (attic epic doric) πρός , παρά δέω 2 lack pres inf act (attic epic doric) πρός , παρά δεῖ there is need pres part neut nom/voc/acc sg πρός , παρά δεῖ there is need pres inf act (attic epic doric) πρόσ πέρδομαι… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληματόδεσις — κληματόδεσις, ἡ (Α) πλέγμα από κληματίδες, από λυγαριές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆμα, ατος + δεσις (< δέσις < δέω (II) «δένω»), πρβλ. πρόσ δεσις, σύν δεσις] … Dictionary of Greek
προσδεής — ές, Α αυτός που έχει την ανάγκη κάποιου επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + δεής (< δέω «έχω έλλειψη, στερούμαι»), πρβλ. εν δεής] … Dictionary of Greek
συνδέω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνδέω Α [δέω (II) / δένω] 1. ενώνω, δένω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα με σκοπό τη συγκράτησή τους 2. συνάπτω πνευματικούς, ψυχικούς ή άλλους δεσμούς ή και συμφέροντα με κάποιον (α. «τούς συνδέει στενή φιλία» β. «τὸ μὲν γὰρ… … Dictionary of Greek