-
1 προσανατιθημι
1) сверх того возлагать(τινί τι NT.)
προσαναθέσθαι τὸ καὴ τοῖς ἄλλοις πολίταις, ὧν δέονται, πορίζειν Xen. — взяться удовлетворить нужды и других граждан2) сверх того доверятьπροσανατίθεσθαί τινι Luc., Diod., NT. — совещаться с кем-л., просить совета у кого-л.
См. также в других словарях:
προσανατίθημι — Α 1. προσφέρω ή αφιερώνω κάτι επιπροσθέτως 2. αποδίδω σε κάποιον κάτι 3. μέσ. προσανατίθεμαι α) αναλαμβάνω πρόσθετο βάρος, επιφορτίζομαι επί πλέον β) συμπράττω με κάποιον σε κάτι, βοηθώ κάποιον γ) (με δοτ.) συσκέπτομαι με κάποιον ή συμβουλεύομαι… … Dictionary of Greek
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek