-
1 προσανατιθημι
1) сверх того возлагать(τινί τι NT.)
προσαναθέσθαι τὸ καὴ τοῖς ἄλλοις πολίταις, ὧν δέονται, πορίζειν Xen. — взяться удовлетворить нужды и других граждан2) сверх того доверятьπροσανατίθεσθαί τινι Luc., Diod., NT. — совещаться с кем-л., просить совета у кого-л.
-
2 προσανατίθημι
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > προσανατίθημι
-
3 προσανατίθημι
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > προσανατίθημι
-
4 προσανατίθημι
1. возлагать сверх того, прибавлять; 2. советоваться.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > προσανατίθημι
-
5 4323
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4323
См. также в других словарях:
προσανατίθημι — Α 1. προσφέρω ή αφιερώνω κάτι επιπροσθέτως 2. αποδίδω σε κάποιον κάτι 3. μέσ. προσανατίθεμαι α) αναλαμβάνω πρόσθετο βάρος, επιφορτίζομαι επί πλέον β) συμπράττω με κάποιον σε κάτι, βοηθώ κάποιον γ) (με δοτ.) συσκέπτομαι με κάποιον ή συμβουλεύομαι… … Dictionary of Greek
προσανατίθημι — προσανατίθεμαι pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)