Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

προσῆκον

  • 1 προσηκον

        τό (pl. προσήκοντα τά) см. προσήκω См. προσηκω 4

    Древнегреческо-русский словарь > προσηκον

  • 2 προσήκον

    το нужное, необходимое, подобающее, должное;

    η διεύθυνσης θα ενεργήσει τα προσήκοντα — дирекция поступит должным образом

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > προσήκον

  • 3 προσηκω

        дор. ποθήκω
        1) приходить
        

    (ὡς φίλοι Soph.)

        χρεία προσήκει Aesch.это необходимо

        2) доходить, достигать, простираться
        

    (ἐπὴ τὸν ποταμόν, πρὸς τὸ ἱερόν Xen.)

        ἐνταῦθ΄ ἐλπίδος προσήκομεν Eur.вот (и все) на что мы можем рассчитывать

        3) касаться, относиться
        τὰ τοῦ πράγματος προσήκοντα Plat. — то, что имеет отношение к делу;
        εἰ δὲ τῷ ξένῳ τούτῳ προσήκει Λαΐῳ τι συγγενές Soph.если же у этого иноземца есть что-л. общего с Лаием;
        (τὰ σκεύη) ὅσα τριήρεσιν προσήκει Plat. — оснащение, необходимое для триер;
        ἐν τούτῳ προσήκετε ἡμῖν τὰ μέγιστα Thuc. — в этом отношении ваша судьба нас весьма близко касается;
        οὐ προσήκομεν κολάζειν τοῖσδε Eur. — не им (= аргосцам) наказывать нас;
        τοὺς προσήκοντας συμμάχους κολάζειν Thuc. (каждому) налагать кару на своих союзников;
        τέν προσήκουσαν σωτηρίαν ἐκπορίζεσθαι Thuc.заботиться о своем собственном спасения

        4) (преимущ. impers. и part.) приличествовать, подобать
        βελτίονί σοι προσήκει γενέσθαι ἐμοὴ πειθομένῳ Plat. — лучше тебе послушаться меня;
        τούτους γὰρ προσήκει τῶν πόλεων ἄρχειν Plat. — им то и подобает управлять государствами;
        τὸ προσῆκον ἐκάστῳ ἀποδιδόναι Plat. — воздавать каждому должное;
        τὰ προσήκοντα πράττειν περὴ ἀνθρώπους Plat. — делать должное по отношению к людям;
        λόγοι προσήκοντες τὰ μάλιστα ἀκούειν νέοις Plat. — речи, наиболее подходящие для ушей молодежи;
        οὐκ ἐκ προσηκόντων Thuc. — как совсем не подобает;
        παρὰ τὸ προσῆκον Plat. — некстати, без надобности

        5) (преимущ. part.) быть в родстве
        

    πατέρες, ἀδελφοὴ καὴ ἄλλοι οἱ προσήκοντες Plat. — отцы, братья и прочие родственники;

        οἱ προσήκοντές τινι Her., Xen. или τινος Lys., Thuc. чьи-л. — родственники;
        αἱ προσήκουσαι ἀρεταί Thuc.доставшиеся от предков (т.е. наследственные) доблести;
        οἱ προσήκοντες γένει Eur., κατὰ γένος или διὰ συγγένειαν Plut.кровные родственники

    Древнегреческо-русский словарь > προσηκω

См. также в других словарях:

  • προσῆκον — προσήκω to have come imperf ind act 3rd pl προσήκω to have come imperf ind act 1st sg προσήκω to have come pres part act masc voc sg προσήκω to have come pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσήκω — ΝΜΑ και δωρ. τ. ποθήκω και ποθίκω και ποθάκω Α [ἥκω] (στα νεοελλ. μόνον στον ενεστ. και παρατ. καθώς και ως απρόσ. προσήκει) 1. αρμόζω, ανήκω, συνάδω, πρέπω, ταιριάζω (α. «προσήκει σ αυτόν ένας μεγάλος έπαινος» β. «προσήκει να εξαρθεί η άμεμπτη… …   Dictionary of Greek

  • δικαιοσύνη — Το σύνολο του συστήματος του δικαίου, που περιλαμβάνει τις γενικές αρχές του, τη φιλοσοφικο πολιτική του βάση και τη συνολική διαδικασία εφαρμογής του. Η πρώτη ολοκληρωμένη έκφραση της δ. ως νομικής έννοιας συναντάται στους Ρωμαίους, οι οποίοι… …   Dictionary of Greek

  • Atlantikos — Der Kritias (griechisch Κριτίας, latinisiert Critias; auch Ἀτλαντικός Atlantikos genannt[1]) ist ein in Dialogform verfasstes, Fragment gebliebenes Spätwerk des griechischen Philosophen Platon. Es besteht vor allem aus dem auch im Timaios… …   Deutsch Wikipedia

  • Kritias (Platon) — Der Kritias (griechisch Κριτίας, latinisiert Critias; auch Ἀτλαντικός Atlantikos genannt[1]) ist ein in Dialogform verfasstes, Fragment gebliebenes Spätwerk des griechischen Philosophen Platon. Es besteht vor allem aus dem auch im Timaios… …   Deutsch Wikipedia

  • подобно — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}   нареч. (προσηκον) прилично, надлежит …   Словарь церковнославянского языка

  • AURUM Coronarium — hinc ortum. Victorum praemium antiquissimis temporibus laurus fuit, in cuius locum postea corona ex auro successit Festus Pomp. l. 18. Triumphales coronae sunt, quae Imperatori victori aureae praeferuntur, quae olim propter paupertatem laureae… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • VIRGO — I. VIRGO Graece Παρθένος, inter Minervae cognomina, apud Athenienses, uti vidimus supra ubi de Nuptiis. Sed et Sesti Iovis et Virginis Heroum Plinio memoratur, l. 10. c. 4. Est percelebris apud Seston urbem aquilae gloria: edueatam a virgine… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εξαποστάζω — ἐξαποστάζω (Μ) αποστάζω, κάνω κάτι να στάζει, χύνω («τὸ προσῆκον ἐξαποστάξαι δάκρυ», Θ. Πρόδρ.) …   Dictionary of Greek

  • επεισκωμάζω — ἐπεισκωμάζω (Α) 1. ορμώ, μπαίνω ορμητικά σαν να μετέχω σε κώμο («αἰτίους εἶναι τοὺς ἔξωθεν οὐ προσῆκον ἐπεισκεκωμακότας», Πλάτ.) 2. κάνω επιδρομή. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εισκωμάζω «πανηγυρίζω, εμφανίζομαι ξαφνικά»] …   Dictionary of Greek

  • παραδιοικώ — έω, Α 1. αναμιγνύομαι στη διοίκηση κάποιου άλλου («ὡς οὐ προσῆκον ἄρχοντος ἑτέρου πολυπραγμονεῑν καὶ παραδιοικεῑν», Πλούτ.) 2. κυβερνώ με κακό τρόπο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»