-
1 προστροπή
-
2 προστροπῇ
-
3 προστροπη
ἥ1) обращение с просьбойπροστροπήν τινος ἔχειν Soph. — обращаться с просьбой к кому-л.
2) мольба, молитваθεᾶς ἔχειν προστροπήν Eur. — молить богиню, т.е. быть жрецом богини
-
4 προστροπή
προστροπήturning: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
5 προστροπή
προστροπ-ή, ἡ,A turning of a suppliant ([etym.] ἱκέτης) to a god or man to implore protection or purification, supplication, A.Eu. 718 (pl.); λιταὶ καὶ π. Plu.2.560e: hence,2 any address to a god, solemn invocation,θεοὺς.. προστροπαῖς ἱκνουμένη A.Pers. 216
, cf. E.Alc. 1156, IG5(1).26.10 (Amyclae, ii/i B.C.); ἱκεσία ξένων π. E.Heracl. 108 (lyr.);π. καὶ ἀρὰν ὑπὲρ τούτων ἐποιήσαντο Aeschin.3.110
; θεᾶς ἔχω προστροπήν discharge the duty of ministering to the goddess, E.IT 618; but πόλεως προστροπὴν ἔχειν address a petition to the city, S.OC 558; of libations, A.Ch.85.3 π. γυναικῶν suppliant band of women, ib. 21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προστροπή
-
6 προστροπήν
προστροπήturning: fem acc sg (attic epic ionic) -
7 ικεσιος
3 и 21) просительный, умоляющий, молящий(παρθένων λόχος Aesch.; λιταί Soph.; προστροπή Eur.)
ἱκεσίᾳ χερί Eur. — умоляюще простирая руки;ἱκέσιός σε λίσσομαι Soph. — я молю тебя;ἱκεσία γίγνομαι Eur. — умоляю2) покровительствующий просящим(Ζεύς Aesch., Soph.; Θέμις Aesch.; θεός Arst.)
-
8 προστροπής
-
9 προστροπῆς
-
10 προστροπαίς
-
11 προστροπαῖς
-
12 προστροπάν
προστροπά̱ν, προστροπήturning: fem acc sg (doric aeolic) -
13 προστρόπαιος
προστρόπ-αιος, [dialect] Dor. [full] ποτιτρόπαιος (A.Supp. 362, Eu. 176, both lyr.), ον, ([etym.] προστροπή) prop.A turning oneself towards: hence,1 of one who has incurred pollution by committing a crime and turns to a god or man to obtain purification, suppliant for purification,τὸν προστρόπαιον, τὸν ἱκέτην S.Ph. 930
, cf. A.Supp. 362, Eu. 234, 445, S.Aj. 1173, E.Heracl. 1015, etc.: as Adj., ἕδραν ἔχοντα π. A.Eu.41;προστρόπαιοι λιταί S.OC 1309
.2 of one who has not yet been purified after committing crime, polluted person, E.HF 1259; π. τῆς πόλεως bringing pollution on the city, prob. in Eup.120;αὑτοῦ π., μὴ γὰρ δὴ τῆς πόλεως Aeschin.2.158
.3 of pollution incurred, π. αἷμα blood that cries for vengeance, E. Ion 1260, HF 1161;οὐδενὶ οὐδὲν π. καταλείψει Antipho 3.4.9
: neut. as Subst., guilt,προστρόπαιον ἑαυτοῖς προσέθεντο D.C.42.3
.II [voice] Pass. (= ᾧ ἄν τις προστρέποιτο δεόμενος, Eust.1807.11), the god to whom the murdered person turns for vengeance, avenger, οἱ τῶν θανόντων π. Antipho 4.1.4, cf. 4.2.8, Plb.23.10.2 (pl.), Paus.2.18.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προστρόπαιος
См. также в других словарях:
προστροπῇ — προστροπή turning fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστροπή — turning fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστροπή — ἡ, Α [προστρέπω] 1. ικεσία ενός ανθρώπου που φέρει μίασμα, ιδίως φόνου, σε έναν θεό ή άνθρωπο για εξιλέωση, για εξαγνισμό 2. προσευχή, παράκληση ικέτη («προστροπὴν καὶ ἀρὰν ὑπὲρ τούτων ἐποιήσαντο», Αισχίν.) 3. ενοχή, μίασμα φονιά 4. φρ. α) «θεᾱς… … Dictionary of Greek
προστροπαῖς — προστροπή turning fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστροπῆς — προστροπή turning fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστροπήν — προστροπή turning fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστρόπαιος — και δωρ. τ. ποτιτρόπαιος και ποιητ. τ. προστρόπιος, ον, Α [προστροπή] 1. (ως επίθ. και ως ουσ.) α) αυτός που στρέφεται προς το μέρος κάποιου β) μτφ. (για άνθρωπο μιασμένο από φόνο ή έγκλημα ή ασέβεια) αυτός που στρέφεται προς έναν θεό ή άνθρωπο… … Dictionary of Greek
προστροπάν — προστροπά̱ν , προστροπή turning fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)