-
1 προστοχάζομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προστοχάζομαι
-
2 προστοχασόμεθα
προστοχάζομαιpredict: aor subj mp 1st pl (epic)προστοχάζομαιpredict: fut ind mp 1st pl
См. также в других словарях:
προστοχάζομαι — Α προφητεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στοχάζομαι «σχηματίζω εικασίες, κρίνω»] … Dictionary of Greek
προστοχασόμεθα — προστοχάζομαι predict aor subj mp 1st pl (epic) προστοχάζομαι predict fut ind mp 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)