-
1 προσπεριγιγνομαι
-
2 προσπεριγίγνομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσπεριγίγνομαι
-
3 προσπεριγενέσθαι
προσπεριγίγνομαιaccrue as additional advantage: aor inf mid
См. также в других словарях:
προσπεριγίγνομαι — Α (αποθ.) περισσεύω επιπροσθέτως, μένω ως περίσσευμα ή ως καθαρό κέρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + περιγίγνομαι «περισσεύω, πλεονάζω»] … Dictionary of Greek
προσπεριγενέσθαι — προσπεριγίγνομαι accrue as additional advantage aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)