-
1 προσπεριγιγνομαι
См. также в других словарях:
προσπεριγίγνομαι — Α (αποθ.) περισσεύω επιπροσθέτως, μένω ως περίσσευμα ή ως καθαρό κέρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + περιγίγνομαι «περισσεύω, πλεονάζω»] … Dictionary of Greek
προσπεριγενέσθαι — προσπεριγίγνομαι accrue as additional advantage aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)