-
1 προσοχή
[просохи] ουσ. в. внимание.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προσοχή
-
2 внимание
-я ουδ.1. προσοχή•слушать со -ем ακούω με προσοχή•
привлечь внимание τραβώ την προσοχή•
в центре -я στο κέντρο της προσοχής•
достойный -я άξιος προσοχής, αξιοπρόσεκτος.
2. φροντίδα, μέριμνα•с должным -ем με την απαιτούμενη προσοχή•
оставить без -я δεν προσέχω, δε δίνω προσοχή, αδιαφορώ.
εκφρ.-! – προσοχή! (παράγγελμα)•- го кого – σε γνώση κάποιου, για γνώση, γιά να γνωρίζει•- го покупателей – για να ξέρουν οι αγοραστές•обратить внимание – δίνω προσοχή•обратить на себя - – τραβώ την προσοχή•уделить внимание – δίνω προσοχή, δείχνω ενδιαφέρο•принять во внимание – παίρνω υπ’ όψη. -
3 внимание
внимани||ес1. ἡ προσοχή:достойный \вниманиея ἀξιοπρόσεκτος, ἀξιοσημείωτος· обращать \внимание δίνω προσοχή, στρέφω τήν προσοχή μου· ре обращайте \вниманиея (на э́то) μή δίνετε σημασία· привлекать чье-л. \вниманиее τραβάω (или ἐπισύρω) τήν προσοχή· принимать во \внимание παίρνω ὑπ' ὀψη· оставлять без \вниманиея что-л. δέν δίνω προσοχή, δέν δίνω σημασία· \внимание1 προσοχή!·2. (предупредительность) ἡ φροντίδα, ἡ μέριμνα, ἡ περιποίηση:оказывать кому́-л. \вниманиее φροντίζω (или μεριμνώ) γιά κάποιον окружать кого-л. \вниманиеемπεριβάλλω κάποιον μέ φροντίδα, περιποιούμαι. -
4 внимание
внимание с 1) η. προσοχή принять во \внимание παίρνω υπόψη* обратить \внимание στρέφω τηνπροσοχή, προσέχω 2) (забота) η φροντίδα, η μέριμνα окружить \вниманием кого-л. περιποιούμαι κάποιον \вниманиеΙ προσοχή!* * *с1) η προσοχήприня́ть во внима́ние — παίρνω υπόψη
обрати́ть внима́ние — στρέφω την προσοχή, προσέχω
2) ( забота) η φροντίδα, η μέριμναокружи́ть внима́нием кого́-л. — περιποιούμαι κάποιον
внима́ние! — προσοχή!
-
5 осторожность
осторожность ж η προσοχή, η προφύλαξη; обращаться с \осторожностью είμαι προσεχτικός, προσέχω· προσοχή! (на этикетке лекарства)* * *жη προσοχή, η προφύλαξηобраща́ться с осторо́жностью — είμαι προσεχτικός, προσέχω; προσοχή! ( на этикетке лекарства)
-
6 обращать
обращатьнесов1. (направлять) γυρίζω, στρέφω, μεταστρέφω:\обращать ору́жие против неприятеля στρέφω τά ὅπλα κατά τοῦ ἐχθροϋ· \обращать взоры на кого-л., на что́-либо στρέφω τά βλέμματα μου προς κάποιον (или προς κάτι}· \обращать внимание на что-л. στρέφω τήν προσοχή, ἐφιστῶ τήν προσοχή· \обращать на себя внимание κινῶ τήν προσοχή, προσελκύω τήν προσοχή·2. (убеждать, склонять к чему-л.) προσηλυτίζω·3. (превращать) μεταβάλλω, μεταμορφώνω, μετατρέπω· ◊ \обращать в бегство кого-л. τρέπω εἰς φυγήν κάποιον \обращать в шутку что́-л. τό γυρίζω στό ἀστείο· \обращать на путь истины шутл. ἐπαναφέρω κάποιον στό δρόμο τῆς ἀληθείας, ἐπαναφέρω κάποιον στον ίσιο δρόμο. -
7 оглядка
-
8 беречь
-
9 заинтересовать
заинтересовать, заинтересовывать ενδιαφέρω, κινώ το ενδιαφέρον, τραβώ (или προκαλώ) την προσοχή это меня заинтересовало αυτό κίνησε το ενδιαφέρον μου* * *= заинтересовыватьενδιαφέρω, κινώ το ενδιαφέρον, τραβώ ( или προκαλώ) την προσοχήэ́то меня́ заинтересова́ло — αυτό κίνησε το ενδιαφέρον μου
-
10 обратить
обратить στρέφω, κατευθύνω (направить)' \обратить внимание на что-л. προσέχω, στρέφω την προσοχή μου σε κάτι ◇ \обратить в бегство кого-л. τρέπω σε φυγή κάποιον \обратиться см. обращаться 1* * *στρέφω, κατευθύνω ( направить)обрати́ть внима́ние на что-л. — προσέχω, στρέφω την προσοχή μου σε κάτι
••обрати́ть в бе́гство кого́-л. — τρέπω σε φυγή κάποιον
-
11 окрасить
-
12 осторожно
-
13 осторожный
осторожный προσεχτικός, προφυλαχτικός· будьте \осторожныйы! προσοχή!* * *προσεχτικός, προφυλαχτικόςбу́дьте осторо́жны! — προσοχή!
-
14 отвлекать
отвлекать, отвлечь αποσπώ, απομακρύνω· \отвлекать внимание αποσπώ την προσοχή \отвлекаться αφαιρούμαι* αποσπώμαι, απομακρύνομαι* \отвлекаться от темы αποσπώμαι από το θέμα* * *= отвлечьαποσπώ, απομακρύνωотвлека́ть внима́ние — αποσπώ την προσοχή
-
15 привлекать
привлекать, привлечь προσελκύω, παρασύρω, τραβώ· — внимание τραβώ την προσοχή·\привлекать кого-л. к участию в...προσελκύω κάποιον να συμμετέχει σε...* * *= привлечьπροσελκύω, παρασύρω, τραβώпривлека́ть внима́ние — τραβώ την προσοχή
привлека́ть кого́-л. к уча́стию в… — προσελκύω κάποιον να συμμετέχει σε…
-
16 пристальный
пристальный επίμονος· \пристальный взгляд το προσηλωμένο βλέμμα· \пристальныйое внимание η εντεταμένη προσοχή* * *при́стальный взгляд — το προσηλωμένο βλέμμα
при́стальное внима́ние — η εντεταμένη προσοχή
-
17 опаска
опас||каж:с \опаскакой разг μέ προσοχή· действовать с \опаскакой ἐνεργῶ μέ προσοχή. -
18 осторожно
осторожн||онареч προσεκτικά [-ῶς], μέ -προφύλαξη, μέ περίσκεψη:\осторожно1 (берегись) προσοχή!, πρόσεχε!· действовать \осторожно ἐνεργώ μέ προσοχή, ἐνεργώ μέ περίσκεψη. -
19 взор
-а α.βλέμμα, ματιά•печальный θλιμμένο βλέμμα•
устремить взор на кого-н. ρίχνω (καρφώνω) το βλέμμα σε κάποιον.
|| μτφ. όραση. || μτφ. πλθ. -ы προσοχή, ενδιαφέρον•-ы человечества прикованы к этим событиям η προσοχή όλης της ανθρωπότητας στράφηκε σ’ αυτά τα γεγονότα.
-
20 внимать
-аю, -аешь, κ. παλ. внемлю, внемлешь, προστκ. внимай κ. παλ. внемли κ. внемли, επιρ. μτχ. внимая κ. παλ. внемля1. (απλ.) ακούω•вдруг он внемлет... ξαφνικά αυτός ακούει... внимать голосу совести ακούω τη φωνή της συνείδησης
2. συγκεντρώνω την προσοχή, έχω στραμμένη την προσοχή.
См. также в других словарях:
προσοχῇ — προσοχή attention fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσοχή — attention fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσοχή — Στην κοινή ορολογία και στην κλασική ψυχολογία η π. θεωρείται ένα είδος νοητικής ικανότητας, η οποία είναι σε ποικίλο βαθμό ανεπτυγμένη στα διάφορα άτομα, αλλά συνοδεύεται πάντοτε από έντονη συναισθηματική συμμετοχή. Σήμερα έγινε παραδεκτό ότι η… … Dictionary of Greek
προσοχή — η 1. προσήλωση του νου σε κάτι: Δε δούλεψες με προσοχή (Χριστόπουλος). 2. προφύλαξη, επαγρύπνηση, φροντίδα: Να περάσεις το δρόμο με προσοχή. 3. γυμναστικό παράγγελμα: Προσοχή! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσοχῆι — προσοχῇ , προσοχή attention fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσοχαῖς — προσοχή attention fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσοχῆς — προσοχή attention fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσοχήν — προσοχή attention fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
εφίστημι — (ΑΜ ἐφίστημι, Α ιων. τ. ἐπίστημι) διορίζω, τοποθετώ νεοελλ. 1. (αόρ.) επέστην πλησίασα, έφθασα («επέστη η ώρα τής εκδικήσεως») 2. φρ. «εφιστώ την προσοχή κάποιου» σταματώ ή κατευθύνω την προσοχή κάποιου σε κάτι, τόν κάνω να προσέξει μσν. αρχ. 1.… … Dictionary of Greek