Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

προσεχτικός

См. также в других словарях:

  • προσεχτικός — προσεχτικός, ή, ό και προσεκτικός, ή, ό 1. αυτός που προσέχει: Βλέπαμε προσεχτικοί το έργο. 2. αυτός που γίνεται με προσοχή: Προσεχτική μελέτη. 3. συνετός, φρόνιμος, λογικός: Είναι προσεχτικός στις σχέσεις του με τους άλλους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσεχτικός — ή, ό, Ν βλ. προσεκτικός …   Dictionary of Greek

  • αθρητικός — ἀθρητικός, ή, όν (Μ) [ἀθρῶ] ο ικανός στο να βλέπει, να παρατηρεί, παρατηρητικός, προσεχτικός …   Dictionary of Greek

  • αληθής — Ο αληθινός, ο ακριβής, ο σωστός, ο αδιάψευστος, ο βέβαιος, ο πραγματικός, ο φανερός. Στην αρχαία ελληνική, ο φιλαλήθης, ο ειλικρινής. (Αστρον.)Ο όρος α. χρησιμοποιείται συχνά στην αστρονομία για διάφορους χαρακτηρισμούς: α. άξονας περιστροφής της …   Dictionary of Greek

  • προσεκτικός — ή, ό / προσεκτικός, ή, όν, ΝΑ, και προσεχτικός, ή, ό, Ν [προσέχω] αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να προσέχει (α. «προσεκτικός μαθητής» β. «χρωμένων τῶν ῥητόρων... τοῑς προοιμίοις, ὑπὲρ τοῡ προσεκτικώτερον ἢ εὐνούστερον ποιεῑν τὸν… …   Dictionary of Greek

  • τημελής — ές, ΜΑ επιμελής, προσεχτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. τημελῶ*] …   Dictionary of Greek

  • άγρυπνος — η, ο 1. αυτός που δεν κοιμάται: Έμεινα άγρυπνος τη νύχτα και αισθάνομαι άσχημα. 2. αδιάκοπος, προσεχτικός: Είχε την άγρυπνη παρακολούθηση της μητέρας του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εμπεριστατωμένος — η, ο που εξετάζεται ή γίνεται με μεγάλη ακρίβεια και προσοχή, ο πολύ προσεχτικός: Εμπεριστατωμένη μελέτη του ζητήματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οικονομολόγος — ο, η 1. επιστήμονας που ασχολείται με την οικονομολογία (βλ. λ.). 2. αυτός που γνωρίζει να διαχειρίζεται τα δημόσια οικονομικά. 3. άνθρωπος προσεχτικός στις δαπάνες, αλλ. οικονόμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυλά(γ)ω — φύλαξα, φυλάχτηκα, φυλαγμένος 1. μτβ., προσέχω, επιτηρώ κάτι μην πάθει ή μη φύγει, φρουρώ, στέκομαι ως φύλακας: Δύο στρατιώτες ένοπλοι φυλάγουν τους αιχμαλώτους. 2. προφυλάγω, προστατεύω, υπερασπίζω, σώζω: Ο Θεός να μας φυλάει απ την κακιά την… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυλαχτικός, -ή — και ιά, ό προσεχτικός, επιφυλαχτικός, συντηρητικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»