-
1 внимательный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно1. προσεχτικός•внимательный наблюдатель προσεχτικός παρατηρητής•
внимательный ученик προσεχτικός μαθητής.
2. (για τρόπους) ευγενής, αβρός, λεπτός•хозяин был -лен ко всем ο νοικοκύρης ήταν ευγενικός σ’ όλους.
-
2 внимательный
внимательный 1) προσεχτικός 2) (предупредительный ) περιποιητικός' φιλοφρονητικός (любезный)* * *1) προσεχτικός2) ( предупредительный) περιποιητικός; φιλοφρονητικός ( любезный) -
3 заботливый
заботливый περιποιητικός προσεχτικός (внимательный)* * *περιποιητικός; προσεχτικός ( внимательный) -
4 наблюдательный
наблюдательный 1) παρατηρητικός· προσεχτικός (внимательный) 2): \наблюдательный пункт το παρατηρητήριο* * *1) παρατηρητικός; προσεχτικός ( внимательный)2)наблюда́тельный пункт — το παρατηρητήριο
-
5 осторожность
осторожность ж η προσοχή, η προφύλαξη; обращаться с \осторожностью είμαι προσεχτικός, προσέχω· προσοχή! (на этикетке лекарства)* * *жη προσοχή, η προφύλαξηобраща́ться с осторо́жностью — είμαι προσεχτικός, προσέχω; προσοχή! ( на этикетке лекарства)
-
6 осторожный
осторожный προσεχτικός, προφυλαχτικός· будьте \осторожныйы! προσοχή!* * *προσεχτικός, προφυλαχτικόςбу́дьте осторо́жны! — προσοχή!
-
7 тщательный
-
8 бережный
επ.προσεχτικός, προφυλακτικός•-ое обращение с оружием προσεχτικός χειρισμός του όπλου.
-
9 осторожный
επ., βρ: -жен, -жна, -жноπροσεχτικός, προφυλαχτικός•осторожный человек προσεχτικός άνθρωπος.
|| φυλαχτικός, σιγανός•вор издал осторожный свист ο κλέφτης σφύριξε σιγανά.
εκφρ.будь -жен! – πρόσεχε! φυλάξου! -
10 тщательный
тщательн||ыйприл1. (о работе) ἐπιμελημένος, προσεκτικός, φροντισμένος, λεπτομερής:\тщательныйое изучение ἡ προσεκτική μελέτη·2. (о человеке) ἐπιμελής (старательный)/ προσεχτικός (аккуратный)/ εὐσυνείδητος (добросовестный)/ ἀκριβής (точный, исполнительный). -
11 впредь
επίρ.στο εξής, απ’ εδώ και μπρος (ή πέρα), στο μέλλον άλλη φορά•впредь будь осторожен στο εξής να είσαι προσεχτικός•
впредь до ως που, ως (έως) ότου.
-
12 испытующий
επ.διαπεραστικός, προσεχτικός, περίεργος (για βλέμμα). -
13 опасливый
επ., βρ: -лив, -а, -о, επιφυλακτικός, προσεχτικός, συνετός. || περίφοβος, περιδεής, έμφοβος. -
14 осмотрительный
επ., βρ: -лен, -льна, -о; περι εσκεμμένος, προσεχτικός, προφυλακτικός. -
15 остерегать
ρ.δ.μ. προφυλάσσω (από κακό ή κίνδυνο).1. προφυλάσσομαι (από κακό, κίνδυνο). || είμαι προσεχτικός, επιφυλακτικός, προσέχω, επιφυλάσσομαι.2. αποφεύγω,φυλάγομαι•остерегать острой пищи αποφεύγω τα ξυνά-αρ-μυρά.
-
16 перестраховщик
-а α.-ца, -ы θ.επιφυλαχτικός, προσεχτικός, -ή. -
17 рачительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно;- παλ. • προσεχτικός, ενδιαφερόμενος,που φροντίζει, μεριμνά.
См. также в других словарях:
προσεχτικός — προσεχτικός, ή, ό και προσεκτικός, ή, ό 1. αυτός που προσέχει: Βλέπαμε προσεχτικοί το έργο. 2. αυτός που γίνεται με προσοχή: Προσεχτική μελέτη. 3. συνετός, φρόνιμος, λογικός: Είναι προσεχτικός στις σχέσεις του με τους άλλους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσεχτικός — ή, ό, Ν βλ. προσεκτικός … Dictionary of Greek
αθρητικός — ἀθρητικός, ή, όν (Μ) [ἀθρῶ] ο ικανός στο να βλέπει, να παρατηρεί, παρατηρητικός, προσεχτικός … Dictionary of Greek
αληθής — Ο αληθινός, ο ακριβής, ο σωστός, ο αδιάψευστος, ο βέβαιος, ο πραγματικός, ο φανερός. Στην αρχαία ελληνική, ο φιλαλήθης, ο ειλικρινής. (Αστρον.)Ο όρος α. χρησιμοποιείται συχνά στην αστρονομία για διάφορους χαρακτηρισμούς: α. άξονας περιστροφής της … Dictionary of Greek
προσεκτικός — ή, ό / προσεκτικός, ή, όν, ΝΑ, και προσεχτικός, ή, ό, Ν [προσέχω] αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να προσέχει (α. «προσεκτικός μαθητής» β. «χρωμένων τῶν ῥητόρων... τοῑς προοιμίοις, ὑπὲρ τοῡ προσεκτικώτερον ἢ εὐνούστερον ποιεῑν τὸν… … Dictionary of Greek
τημελής — ές, ΜΑ επιμελής, προσεχτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. τημελῶ*] … Dictionary of Greek
άγρυπνος — η, ο 1. αυτός που δεν κοιμάται: Έμεινα άγρυπνος τη νύχτα και αισθάνομαι άσχημα. 2. αδιάκοπος, προσεχτικός: Είχε την άγρυπνη παρακολούθηση της μητέρας του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εμπεριστατωμένος — η, ο που εξετάζεται ή γίνεται με μεγάλη ακρίβεια και προσοχή, ο πολύ προσεχτικός: Εμπεριστατωμένη μελέτη του ζητήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οικονομολόγος — ο, η 1. επιστήμονας που ασχολείται με την οικονομολογία (βλ. λ.). 2. αυτός που γνωρίζει να διαχειρίζεται τα δημόσια οικονομικά. 3. άνθρωπος προσεχτικός στις δαπάνες, αλλ. οικονόμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυλά(γ)ω — φύλαξα, φυλάχτηκα, φυλαγμένος 1. μτβ., προσέχω, επιτηρώ κάτι μην πάθει ή μη φύγει, φρουρώ, στέκομαι ως φύλακας: Δύο στρατιώτες ένοπλοι φυλάγουν τους αιχμαλώτους. 2. προφυλάγω, προστατεύω, υπερασπίζω, σώζω: Ο Θεός να μας φυλάει απ την κακιά την… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυλαχτικός, -ή — και ιά, ό προσεχτικός, επιφυλαχτικός, συντηρητικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)