-
1 προσοργισθείσα
-
2 προσοργισθεῖσα
См. также в других словарях:
προσοργισθεῖσα — προσοργίζομαι to be angry at aor part mp fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 προσοργισθείσα
2 προσοργισθεῖσα
προσοργισθεῖσα — προσοργίζομαι to be angry at aor part mp fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)