-
1 προσκαίρως
πρόσκαιροςoccasional: adverbialπρόσκαιροςoccasional: masc /fem acc pl (doric) -
2 ἐνδιάθετος
ἐνδιά-θετος, ον,A residing in the mind ( ἐν τῇ διαθέσει, opp. ἐν τῇ προφορᾷ, Porph.Abst.3.3), ἐ. λόγος conception, thought, opp. προφορικὸς λ. (expression), Stoic.2.43, etc.; of the immanent reason of the world, Ph.1.598; ἕξις ib.36, Plu.2.48d; ὁ ἐ. ἄνθρωπος the inner man, Corp.Herm.13.7 (s. v. l.).2 innate,περιαυτολογία Plu.2.44a
: hence, unaffected, spontaneous, Hermog.Id.2.7; τὸ ἐ. ib.1.11, al.3 τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐ. your disposition towards us, PAmh.2.145.12 (iv/v A. D.). Adv. - τως λέγειν speak from the heart, Hermog.Id.2.7; βοᾶν Sch.Arat.968; εὔχεσθαι Eust.ad D.P. 739.2 Adv. fixedly, opp. προσκαίρως, Sor.1.92.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνδιάθετος
См. также в других словарях:
προσκαίρως — πρόσκαιρος occasional adverbial πρόσκαιρος occasional masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσκαιρος — η, ο, / πρόσκαιρος, ον, ΝΑ 1. αυτός που διαρκεί μικρό χρονικό διάστημα, προσωρινός (α. «πρόσκαιρη χαρά» β. «πρόσκαιρος ἡ τέρψις», Διον. Αλ.) 2. παροδικός (α. «πρόσκαιρες ανησυχίες τής ψυχής τους», Παπαντ. β. «πρόσκαιροι θόρυβοι», Λουκ.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek